Anonymous

μεμηνιμένως: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_6)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεμηνῑμένως''': Ἐπίρρ. ([[μηνίω]]) μετ’ ὀργῆς, ὠργισμένως, Πλάτ. Ἐπιστ. 319Β.
|lstext='''μεμηνῑμένως''': Ἐπίρρ. ([[μηνίω]]) μετ’ ὀργῆς, ὠργισμένως, Πλάτ. Ἐπιστ. 319Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεμηνιμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> οργισμένα, με θυμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεμηνιμένος</i>, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. [[μηνίω]].
}}
}}