Anonymous

μεμηνιμένως: Difference between revisions

From LSJ
3
(24)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεμηνιμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> οργισμένα, με θυμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεμηνιμένος</i>, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. [[μηνίω]].
|mltxt=[[μεμηνιμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> οργισμένα, με θυμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεμηνιμένος</i>, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. [[μηνίω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεμηνῑμένως:''' сердито, гневно (ἀποκρίνεσθαι Plat.).
}}
}}