3,276,901
edits
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετοικικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἰδιάζων εἰς μέτοικον, Ὑπερείδ. παρὰ [[Πολυδ]]. Η΄, 144, Πλουτ. Ἀλκ. 5· - τὸ μ., ὁ [[κατάλογος]] τῶν μετοίκων, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 9. ΙΙ. μεταφ., ὁ μετέχων, [[μέτοχος]], τινος Λουκ. Λεξιφ. 25. | |lstext='''μετοικικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἰδιάζων εἰς μέτοικον, Ὑπερείδ. παρὰ [[Πολυδ]]. Η΄, 144, Πλουτ. Ἀλκ. 5· - τὸ μ., ὁ [[κατάλογος]] τῶν μετοίκων, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 9. ΙΙ. μεταφ., ὁ μετέχων, [[μέτοχος]], τινος Λουκ. Λεξιφ. 25. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui jouit du droit de cité comme les métèques;<br /><b>2</b> étranger domicilié.<br />'''Étymologie:''' [[μέτοικος]]. | |||
}} | }} |