Anonymous

παλάθη: Difference between revisions

From LSJ
1,448 bytes added ,  29 September 2017
30
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />gâteau de fruits desséchés (noix, figues, <i>etc.</i>) pressés et alignés les uns contre les autres.<br />'''Étymologie:''' [[παλάσσω]].
|btext=ης (ἡ) :<br />gâteau de fruits desséchés (noix, figues, <i>etc.</i>) pressés et alignés les uns contre les autres.<br />'''Étymologie:''' [[παλάσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[παλάθη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αρμαθιά ξηρών καρπών, [[ιδίως]] σύκων<br /><b>2.</b> (γενικά) [[μάζα]] από πεπιεσμένους καρπούς, όπως λ.χ. σύκων, ελαιών, σταφίδων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[παλάθη]] συνδέεται πιθ. με τις λ. [[παλάμη]], [[παλαστή]] «[[παλάμη]]», [[πελανός]] «[[είδος]] γλυκίσματος» ή κατ' άλλους με το ρ. [[πλάσσω]] (<b>πρβλ.</b> <i>κορο</i>-[[πλάθος]], <i>πηλο</i>-[[πλάθος]], <i>πλάθ</i>-<i>ανον</i>). Ωστόσο, [[είναι]] πιθ. όλοι οι προηγούμενοι τ. να ανάγονται σε [[κοινή]] ΙΕ [[ρίζα]] <i>pel∂</i>- / <i>pl</i><i>ā</i> με σημ. «[[ευρύς]], [[απλώνω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[πλάσσω]]). Έχει προταθεί, [[επίσης]], η [[σύνδεση]] της λ. με το αρχ. άνω γερμ. <i>flado</i> (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>flan</i> «[[είδος]] γλυκίσματος»). Τέλος, τόσο η [[σύνδεση]] της λ. [[παλάθη]] με το ρ. [[πίμπλημι]], όσο και η [[άποψη]] ότι πρόκειται για δάνεια λ., δεν θεωρούνται πιθανές].
}}
}}