Anonymous

ὁμωρόφιος: Difference between revisions

From LSJ
29
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />v. [[ὁμώροφος]].
|btext=ος, ον :<br />v. [[ὁμώροφος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμωρόφιος]], -ον (Α)<br />[[συγκάτοικος]], [[σύνοικος]], αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί [[κάτω]] από την [[ίδια]] [[στέγη]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ωρόφιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄροφος]]), <b>πρβλ.</b> <i>υπ</i>-<i>ωρόφιος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}