ὁμωρόφιος
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
English (LSJ)
ὁμωρόφιον, (ὄροφος) being under the same roof with or lodging under the same roof with, τινι Antipho 5.11, D.18.287, 21.118 : abs., Opp.H.5.418 : ὁμορόφιος is f.l. in codd., e.g. of Str.9.3.5, Gal.14.215.
German (Pape)
[Seite 344] = Folgdm, Antiph. 5, 11 u. Folgde, wie Luc. Phal. prior. l.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
v. ὁμώροφος.
Russian (Dvoretsky)
ὁμωρόφιος: живущий под одной крышей, т. е. в одном доме (τινι Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμωρόφιος: -ον, (ὄροφος) ὁ ὑπάρχων ἢ κατοικῶν ὑπὸ τὴν αὐτὴν ὀροφήν, τινὶ Ἀντιφῶν 130. 32, Δημ. 321, 14., 553. 6 (πρβλ. ὁμόσπονδος)· - ὁμορόφιος εἶναι τύπος ἡμαρτημένος ἀπαντῶν ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 709.
Greek Monolingual
ὁμωρόφιος, -ον (Α)
συγκάτοικος, σύνοικος, αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κάτω από την ίδια στέγη με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ωρόφιος (< ὄροφος), πρβλ. υπ-ωρόφιος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
ὁμωρόφιος: -ον (ὄροφος), αυτός που κατοικεί κάτω από την ίδια στέγη με κάποιον άλλο, με δοτ., Δημ.
Middle Liddell
ὁμ-ωρόφιος, ον, ὄροφος
lodging under the same roof with another, c. dat., Dem., Babr.