Anonymous

ὁμωρόφιος: Difference between revisions

From LSJ
5
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμωρόφιος]], -ον (Α)<br />[[συγκάτοικος]], [[σύνοικος]], αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί [[κάτω]] από την [[ίδια]] [[στέγη]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ωρόφιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄροφος]]), <b>πρβλ.</b> <i>υπ</i>-<i>ωρόφιος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
|mltxt=[[ὁμωρόφιος]], -ον (Α)<br />[[συγκάτοικος]], [[σύνοικος]], αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί [[κάτω]] από την [[ίδια]] [[στέγη]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ωρόφιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄροφος]]), <b>πρβλ.</b> <i>υπ</i>-<i>ωρόφιος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμωρόφιος:''' -ον ([[ὄροφος]]), αυτός που κατοικεί [[κάτω]] από την [[ίδια]] [[στέγη]] με κάποιον [[άλλο]], με δοτ., Δημ.
}}
}}