Anonymous

ὀρεσκῷος: Difference between revisions

From LSJ
29
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a son gîte <i>ou</i> qui réside dans les montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]], κο- pour κου- de *κοϜ-, κυϜ-, observer, surveiller.
|btext=ος, ον :<br />qui a son gîte <i>ou</i> qui réside dans les montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]], κο- pour κου- de *κοϜ-, κυϜ-, observer, surveiller.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρεσκῷος]] και ὀρεσκόος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανατρέφεται ή ανατράφηκε στα όρη, [[βουνήσιος]]<br /><b>2.</b> (ειδ. για τους κενταύρους) [[άγριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθ. λ. με α' συνθετικό <i>ὀρεσ</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ὄρος]] [II], <b>πρβλ.</b> [[ὀρέσβιος]]), ενώ το β' συνθετικό ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του ρ. [[κεῖμαι]] «βρίσκομαι, [[είμαι]] ξαπλωμένος». Το μακρό [[φωνήεν]] <i>ῳ</i>- του β' συνθετικού -[[κῷος]] ([[αντί]] ενός αναμενόμενου -[[κοῖος]]), το οποίο οφείλεται [[κατά]] μία [[άποψη]] σε μετρικούς λόγους, παραμένει δυσερμήνευτο].
}}
}}