Anonymous

ὀρεσκῷος: Difference between revisions

From LSJ
5
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρεσκῷος]] και ὀρεσκόος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανατρέφεται ή ανατράφηκε στα όρη, [[βουνήσιος]]<br /><b>2.</b> (ειδ. για τους κενταύρους) [[άγριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθ. λ. με α' συνθετικό <i>ὀρεσ</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ὄρος]] [II], <b>πρβλ.</b> [[ὀρέσβιος]]), ενώ το β' συνθετικό ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του ρ. [[κεῖμαι]] «βρίσκομαι, [[είμαι]] ξαπλωμένος». Το μακρό [[φωνήεν]] <i>ῳ</i>- του β' συνθετικού -[[κῷος]] ([[αντί]] ενός αναμενόμενου -[[κοῖος]]), το οποίο οφείλεται [[κατά]] μία [[άποψη]] σε μετρικούς λόγους, παραμένει δυσερμήνευτο].
|mltxt=[[ὀρεσκῷος]] και ὀρεσκόος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανατρέφεται ή ανατράφηκε στα όρη, [[βουνήσιος]]<br /><b>2.</b> (ειδ. για τους κενταύρους) [[άγριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθ. λ. με α' συνθετικό <i>ὀρεσ</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ὄρος]] [II], <b>πρβλ.</b> [[ὀρέσβιος]]), ενώ το β' συνθετικό ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του ρ. [[κεῖμαι]] «βρίσκομαι, [[είμαι]] ξαπλωμένος». Το μακρό [[φωνήεν]] <i>ῳ</i>- του β' συνθετικού -[[κῷος]] ([[αντί]] ενός αναμενόμενου -[[κοῖος]]), το οποίο οφείλεται [[κατά]] μία [[άποψη]] σε μετρικούς λόγους, παραμένει δυσερμήνευτο].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρεσκῷος:''' -ον ([[κεῖμαι]]), αυτός που βρίσκεται στα βουνά, που έχει ανατραφεί στα βουνά, λέγεται για τους Κενταύρους, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για κατσίκες, σε Ομήρ. Οδ.· στους Τραγ., [[ὀρέσκοος]], <i>-ον</i>, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}