3,259,819
edits
(SL_2) |
(29) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ὀρῑνω</b> <br /> <b>1</b> [[rouse]] ἐν δὲ Ναίδων ἐρίγδουποι στοναχαὶ μανίαι τ' [[ἀλαλαί]] τ ὀρίνεται ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ Δ. 2. 13. | |sltr=<b>ὀρῑνω</b> <br /> <b>1</b> [[rouse]] ἐν δὲ Ναίδων ἐρίγδουποι στοναχαὶ μανίαι τ' [[ἀλαλαί]] τ ὀρίνεται ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ Δ. 2. 13. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀρίνω]] (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[εγείρω]], [[σηκώνω]]<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[έκπληξη]], [[ταραχή]], τρόμο σε κάποιον, [[ταράζω]]<br /><b>3.</b> [[παροτρύνω]], [[παρακινώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[διεγείρω]], [[εξερεθίζω]] («τοῑσι δὲ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το μακρό -<i>ι</i>- του ρήματος εξηγείται με την [[αναγωγή]] του [[είτε]] σε αρχικό τ. <i>ὀρίνFω</i> (<b>πρβλ.</b> [[φθίνω]]) [[είτε]] σε τ. <i>ὀρίνyω</i> (<b>πρβλ.</b> [[κλίνω]]). Το ρ. [[ὀρίνω]] συνδέεται με αρμ. προστ. <i>αri</i> «<i>σήκω</i>» και με τα λατ. <i>orior</i> «εγείρομαι» και <i>origo</i>. Η [[σύνδεση]] του ρήματος με το θ. <i>ορ</i>- του [[ὄρνυμι]] δεν φαίνεται πιθανή. Η [[μαρτυρία]] [[επίσης]] σε κορινθιακό [[αγγείο]] θέματος <i>Ὀρι</i> στο ανθρωπωνύμιο <i>ὈριFων</i> δεν διευκολύνει στην ετυμολόγησή του. Εξαιρετικά αμφίβολη, [[τέλος]], θεωρείται και η [[υπόθεση]] ότι το αρκτικό <i>ὀ</i>- δεν συμπεριλαμβάνεται στο [[θέμα]] του ρήματος και ότι το θ. <i>ρι</i>- (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>rivus</i> «[[ρυάκι]]»)ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας (<i>e</i>)<i>r</i>-<i>ei</i>- «[[αρχίζω]] να κινούμαι, διεγείρομαι»]. | |||
}} | }} |