Anonymous

ὀρίνω: Difference between revisions

From LSJ
5
(29)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρίνω]] (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[εγείρω]], [[σηκώνω]]<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[έκπληξη]], [[ταραχή]], τρόμο σε κάποιον, [[ταράζω]]<br /><b>3.</b> [[παροτρύνω]], [[παρακινώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[διεγείρω]], [[εξερεθίζω]] («τοῑσι δὲ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το μακρό -<i>ι</i>- του ρήματος εξηγείται με την [[αναγωγή]] του [[είτε]] σε αρχικό τ. <i>ὀρίνFω</i> (<b>πρβλ.</b> [[φθίνω]]) [[είτε]] σε τ. <i>ὀρίνyω</i> (<b>πρβλ.</b> [[κλίνω]]). Το ρ. [[ὀρίνω]] συνδέεται με αρμ. προστ. <i>αri</i> «<i>σήκω</i>» και με τα λατ. <i>orior</i> «εγείρομαι» και <i>origo</i>. Η [[σύνδεση]] του ρήματος με το θ. <i>ορ</i>- του [[ὄρνυμι]] δεν φαίνεται πιθανή. Η [[μαρτυρία]] [[επίσης]] σε κορινθιακό [[αγγείο]] θέματος <i>Ὀρι</i> στο ανθρωπωνύμιο <i>ὈριFων</i> δεν διευκολύνει στην ετυμολόγησή του. Εξαιρετικά αμφίβολη, [[τέλος]], θεωρείται και η [[υπόθεση]] ότι το αρκτικό <i>ὀ</i>- δεν συμπεριλαμβάνεται στο [[θέμα]] του ρήματος και ότι το θ. <i>ρι</i>- (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>rivus</i> «[[ρυάκι]]»)ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας (<i>e</i>)<i>r</i>-<i>ei</i>- «[[αρχίζω]] να κινούμαι, διεγείρομαι»].
|mltxt=[[ὀρίνω]] (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[εγείρω]], [[σηκώνω]]<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[έκπληξη]], [[ταραχή]], τρόμο σε κάποιον, [[ταράζω]]<br /><b>3.</b> [[παροτρύνω]], [[παρακινώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[διεγείρω]], [[εξερεθίζω]] («τοῑσι δὲ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το μακρό -<i>ι</i>- του ρήματος εξηγείται με την [[αναγωγή]] του [[είτε]] σε αρχικό τ. <i>ὀρίνFω</i> (<b>πρβλ.</b> [[φθίνω]]) [[είτε]] σε τ. <i>ὀρίνyω</i> (<b>πρβλ.</b> [[κλίνω]]). Το ρ. [[ὀρίνω]] συνδέεται με αρμ. προστ. <i>αri</i> «<i>σήκω</i>» και με τα λατ. <i>orior</i> «εγείρομαι» και <i>origo</i>. Η [[σύνδεση]] του ρήματος με το θ. <i>ορ</i>- του [[ὄρνυμι]] δεν φαίνεται πιθανή. Η [[μαρτυρία]] [[επίσης]] σε κορινθιακό [[αγγείο]] θέματος <i>Ὀρι</i> στο ανθρωπωνύμιο <i>ὈριFων</i> δεν διευκολύνει στην ετυμολόγησή του. Εξαιρετικά αμφίβολη, [[τέλος]], θεωρείται και η [[υπόθεση]] ότι το αρκτικό <i>ὀ</i>- δεν συμπεριλαμβάνεται στο [[θέμα]] του ρήματος και ότι το θ. <i>ρι</i>- (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>rivus</i> «[[ρυάκι]]»)ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας (<i>e</i>)<i>r</i>-<i>ei</i>- «[[αρχίζω]] να κινούμαι, διεγείρομαι»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρίνω:''' [ῑ] (ὄρ-νυμι), αόρ. αʹ <i>ὤρῑνα</i>, Επικ. <i>ὄρῑνα</i>· Παθ., γʹ ενικ. παρατ. <i>ὠρίνετο</i>, αόρ. αʹ [[ὠρίνθην]], Επικ. <i>ὀρ-</i>· [[ανακινώ]], [[εγείρω]], [[εξεγείρω]], σε Όμηρ.· μεταφ., <i>θυμὸνὀρίνειν</i>, στον ίδ.· Παθ., ὠρίνετο [[θυμός]], μέσα του εξεγειρόταν η [[καρδιά]] του, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}