Anonymous

παραδόσιμος: Difference between revisions

From LSJ
30
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui passe de main en main, qui se transmet par succession, héréditaire;<br /><b>2</b> qui transmet un souvenir, commémoratif.<br />'''Étymologie:''' [[παραδίδωμι]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui passe de main en main, qui se transmet par succession, héréditaire;<br /><b>2</b> qui transmet un souvenir, commémoratif.<br />'''Étymologie:''' [[παραδίδωμι]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[παραδόσιμος]], -ον, ΝΑ [[παράδοσις]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί ή [[πρέπει]] να παραδώσει [[κάποιος]] («[[παραδόσιμος]] [[φήμη]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πατροπαράδοτος]]<br /><b>2.</b> [[αναμνηστικός]] («[[παραδόσιμος]] [[στήλη]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ παραδόσιμα</i><br />οι κατάλογοι της απογραφής της περιουσίας.
}}
}}