Anonymous

παραδόσιμος: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[παραδόσιμος]], -ον, ΝΑ [[παράδοσις]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί ή [[πρέπει]] να παραδώσει [[κάποιος]] («[[παραδόσιμος]] [[φήμη]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πατροπαράδοτος]]<br /><b>2.</b> [[αναμνηστικός]] («[[παραδόσιμος]] [[στήλη]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ παραδόσιμα</i><br />οι κατάλογοι της απογραφής της περιουσίας.
|mltxt=-η, -ο / [[παραδόσιμος]], -ον, ΝΑ [[παράδοσις]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί ή [[πρέπει]] να παραδώσει [[κάποιος]] («[[παραδόσιμος]] [[φήμη]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πατροπαράδοτος]]<br /><b>2.</b> [[αναμνηστικός]] («[[παραδόσιμος]] [[στήλη]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ παραδόσιμα</i><br />οι κατάλογοι της απογραφής της περιουσίας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραδόσῐμος:''' -ον, αυτός που μπορεί να παραδοθεί, [[κληρονομικός]], σε Πολύβ.
}}
}}