παραδόσιμος

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδόσῐμος Medium diacritics: παραδόσιμος Low diacritics: παραδόσιμος Capitals: ΠΑΡΑΔΟΣΙΜΟΣ
Transliteration A: paradósimos Transliteration B: paradosimos Transliteration C: paradosimos Beta Code: parado/simos

English (LSJ)

παραδόσιμον, handed down, transmitted, hereditary, δόξα, φήμη, Plb.6.54.2, 12.5.5, etc.; παραδόσιμος στήλη commemorative tablet, Id.12.10.9; παραδόσιμον ἔχειν τι handed down by tradition, D.S.4.56; παραδόσιμα, τά, temple-property handed down, IG7.303.8 (Orop.).

German (Pape)

[Seite 477] was überliefert werden kann, τοῖς ἐπιγιγνομένοις, Pol. 6, 54, 2; überliefert, παραδόσιμον ἔχειν ἐκ παλαιῶν χρόνων τὴν τούτων τῶν θεῶν παρουσίαν, D. Sic. 4, 56, vgl. 5, 77; – der ausgeliefert wird, 16, 92; – στήλη, überliefernd, Denksäule, Pol. 12, 11, 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui passe de main en main, qui se transmet par succession, héréditaire;
2 qui transmet un souvenir, commémoratif.
Étymologie: παραδίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

παραδόσῐμος:
1 передаваемый из рода в род, переходящий по наследству (φήμη, δόξα Polyb.): παραδόσιμον ἔχειν τι ἐκ παλαιῶν χρόνων Diod. унаследовать что-л. с древнейших времен;
2 увековечивающий, памятный (στήλη Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

παραδόσῐμος: -ον, ὃν δύναταί τις ἢ πρέπει νὰ παραδώσῃ, ὁ μεταδιδόμενος, κληρονομικός, δόξα, φήμη Πολύβ. 6. 54, 2, κτλ.· π. στήλη, ἀναμνηστικὴ στ., μνημεῖον, ὁ αὐτ. 12. 11, 9· π. ἔχειν τι, διὰ παραδόσεως μεταδοθέν, κατὰ παράδοσιν, Διόδ. 4. 56· - παραδόσιμα, κατάλογοι ἀπογραφῆς, (ἴδε παραδίδωμι Ι. 1), Συλλ. Ἐπιγραφ. 1570a. 8.

Greek Monolingual

-η, -ο / παραδόσιμος, -ον, ΝΑ παράδοσις
αυτός τον οποίο μπορεί ή πρέπει να παραδώσει κάποιοςπαραδόσιμος φήμη», Πολ.)
αρχ.
1. πατροπαράδοτος
2. αναμνηστικόςπαραδόσιμος στήλη», Πολ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παραδόσιμα
οι κατάλογοι της απογραφής της περιουσίας.

Greek Monotonic

παραδόσῐμος: -ον, αυτός που μπορεί να παραδοθεί, κληρονομικός, σε Πολύβ.

Middle Liddell

παραδόσῐμος, ον,
handed down, hereditary, Polyb.

Translations

hereditary

Armenian: ժառանգական; Asturian: hereditariu; Belarusian: спадчынны, спадкавы; Bulgarian: наследствен; Catalan: hereditari; Chinese Mandarin: 遺傳的, 遗传的, 遺留的, 遗留的; Czech: dědičný; Danish: arvelig; Dutch: erfelijk; Finnish: perintö-, perintönä saatu; Georgian: სამემკვიდრეო; German: erblich; Greek: κληρονομικός; Ancient Greek: ἐγγενικός, κατὰ γένος, κληρονομικός, παραδόσιμος, παραδόχιμος, πατρικός, πάτριος, πατρῷος, συγγενικός; Hindi: ख़ानदानी, आनुवंशिक, वंशागत, पुश्तैनी, मौरूसी, वंशानुक्रमिक; Ido: heredala; Italian: ereditario; Luxembourgish: ierflech; Macedonian: наследен; Norwegian Bokmål: arvelig; Polish: dziedziczny; Portuguese: hereditário; Romanian: ereditar; Russian: наследственный; Serbo-Croatian Cyrillic: наследан, насљедан; Roman: následan, násljedan; Sicilian: riditaru; Slovak: zdedený, dedený, dedičný; Slovene: deden; Spanish: heredado, hereditario; Swedish: ärftlig; Tagalog: manahin; Ukrainian: спадковий, спадкоє́мний; Welsh: etifeddol