Anonymous

παρεξειρεσία: Difference between revisions

From LSJ
31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />partie d’un vaisseau sans rames, <i>càd</i> extrémité de la proue <i>ou</i> de la poupe.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐξ]], [[εἰρεσία]].
|btext=ας (ἡ) :<br />partie d’un vaisseau sans rames, <i>càd</i> extrémité de la proue <i>ou</i> de la poupe.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐξ]], [[εἰρεσία]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />το [[μέρος]] του πλοίου [[πέρα]] από τους εφέτες, το κατώτατο [[σημείο]] της πλώρης και της πρύμνης στο οποίο δεν υπήρχαν κωπηλάτες και κωπηλατικά θρανία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παρέξ]] <span style="color: red;">+</span> [[εἰρεσία]] «[[κωπηλασία]]»].
}}
}}