παρεξειρεσία

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερyour good and perfect will, Father

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεξειρεσία Medium diacritics: παρεξειρεσία Low diacritics: παρεξειρεσία Capitals: ΠΑΡΕΞΕΙΡΕΣΙΑ
Transliteration A: parexeiresía Transliteration B: parexeiresia Transliteration C: parekseiresia Beta Code: pareceiresi/a

English (LSJ)

ἡ, outrigger, oar-box, a closed structure built out from the sides of a ship, through which the oars passed, Th.4.12, 7.34(pl.), Plu.2.347b, Arr.Peripl.M.Eux.3 (pl.), Fr.160 J., Polyaen.3.11.13.

German (Pape)

[Seite 516] ἡ (nach den VLL. gleichsam παρὲξ εἰρεσίας), der niedrigste Rand an den beiden äußersten Schiffsenden hinten und vorn, wo keine Ruderer und Ruderbänke mehr sind, Thuc. 4, 12. 7, 34; ἀποκλίνειν εἰς τὴν παρ., von Verwundeten gesagt, Plut. de glor. Ath. 3; Polyaen. 3, 11, 14 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
partie d'un vaisseau sans rames, càd extrémité de la proue ou de la poupe.
Étymologie: παρά, ἐξ, εἰρεσία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρεξ-ειρεσία -ας, ἡ roeiriemopbouw (constructie die uitsteekt buiten de boot en waar de riemen doorheen lopen), ‘outrigger’.

Russian (Dvoretsky)

παρεξειρεσία:оконечность корабля (на носу или на корме, незанятая гребцами) Thuc., Plut.

Greek Monolingual

ἡ, Α
το μέρος του πλοίου πέρα από τους εφέτες, το κατώτατο σημείο της πλώρης και της πρύμνης στο οποίο δεν υπήρχαν κωπηλάτες και κωπηλατικά θρανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρέξ + εἰρεσία «κωπηλασία»].

Greek Monotonic

παρεξειρεσία: ἡ, μέρος του πλοίου που δεν είναι κατειλημμένο από κωπηλάτες, πρύμνη ή πλώρη, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παρεξειρεσία: ἡ, τὸ μέρος τοῦ πλοίου τὸ πέραν (δηλ τὸ μὴ κατειλημμένον ὑπὸ) τῶν ἐρετῶν, δηλ. ἑκάτερον ἄκρον τοῦ πλοίου, ἡ πρῷρα ἢ ἡ πρύμνα, ἀλλὰ συνήθως ἡ πρῷρα, Θουκ. 4. 12, πρβλ, ἰδίως 7. 34, Πλούτ. 2. 347Β.

Middle Liddell

παρεξ-ειρεσία, ἡ,
the part of the ship beyond the rowers, at either end, Thuc.

Mantoulidis Etymological

(=τό μέρος τοῦ πλοίου ὅπου δέν εἶναι οἱ κωπηλάτες, ἡ πλώρη ἤ ἡ πρύμνη). Σύνθετο ἀπό τά: παρά + ἐκ + εἰρεσία (=κωπηλασία) τοῦ ἐρέσσω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη ἐρέτης.

Lexicon Thucydideum

pars navis anterior, quae est extra remigium, front part of ship outside rowing space, 4.12.1, 7.34.5, 7.40.5.