Anonymous

παρεξειρεσία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρεξειρεσία''': ἡ, τὸ [[μέρος]] τοῦ πλοίου τὸ [[πέραν]] (δηλ τὸ μὴ κατειλημμένον ὑπὸ) τῶν ἐρετῶν, δηλ. ἑκάτερον [[ἄκρον]] τοῦ πλοίου, ἡ [[πρῷρα]] ἢ ἡ [[πρύμνα]], ἀλλὰ συνήθως ἡ [[πρῷρα]], Θουκ. 4. 12, πρβλ, ἰδίως 7. 34, Πλούτ. 2. 347Β.
|lstext='''παρεξειρεσία''': ἡ, τὸ [[μέρος]] τοῦ πλοίου τὸ [[πέραν]] (δηλ τὸ μὴ κατειλημμένον ὑπὸ) τῶν ἐρετῶν, δηλ. ἑκάτερον [[ἄκρον]] τοῦ πλοίου, ἡ [[πρῷρα]] ἢ ἡ [[πρύμνα]], ἀλλὰ συνήθως ἡ [[πρῷρα]], Θουκ. 4. 12, πρβλ, ἰδίως 7. 34, Πλούτ. 2. 347Β.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />partie d’un vaisseau sans rames, <i>càd</i> extrémité de la proue <i>ou</i> de la poupe.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐξ]], [[εἰρεσία]].
}}
}}