Anonymous

πεμφρηδών: Difference between revisions

From LSJ
31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=όνος (ἡ) :<br />sorte de guêpe <i>ou</i> d’abeille, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[τενθρηδών]].
|btext=όνος (ἡ) :<br />sorte de guêpe <i>ou</i> d’abeille, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[τενθρηδών]].
}}
{{grml
|mltxt=-όνος, ἡ, Α<br />[[είδος]] σφήγκας η οποία κατασκευάζει τις κυψέλες της [[μέσα]] σε κοίλες [[δρυς]] ή [[κάτω]] από τη γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>πεμ</i>-<i>φρ</i>-<i>ηδών</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>περ</i>-<i>φρ</i>-<i>ηδών</i>, <b>πρβλ.</b> <i>τενθρ</i>-<i>ηδών</i>, <i>ανθρ</i>-<i>ηδών</i>) με ανομοιωτική [[τροπή]] του πρώτου -<i>ρ</i>- σε -<i>μ</i>-, συνδέεται με διάφορους τύπους εκφραστικούς θορύβων: αρμ. <i>bor</i>, σερβοκροατ. <i>bumbar</i>, αρχ. ινδ. <i>bambhara</i>- «[[μέλισσα]]», αρχ. άνω γερμ. <i>bremar</i> και λατ. <i>fremo</i> «[[βομβώ]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[βρέμω]])].
}}
}}