Anonymous

πελταστής: Difference between revisions

From LSJ
31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />peltaste, soldat d’infanterie légère <i>armé du bouclier</i> [[πέλτη]].<br />'''Étymologie:''' [[πελτάζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />peltaste, soldat d’infanterie légère <i>armé du bouclier</i> [[πέλτη]].<br />'''Étymologie:''' [[πελτάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>στρατ.</b><br /><b>1.</b> [[στρατιώτης]] οπλισμένος με [[πέλτη]], ελαφριά [[ασπίδα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πελτασταί</i><br />σώματα [[ελαφρά]] οπλισμένων στρατιωτών που κρατούσαν [[πέλτη]], μικρή [[ασπίδα]] με [[σχήμα]] μηνοειδές, [[καθώς]] και [[ακόντιο]], ενώ σύμφωνα με τον Ηρόδοτο φορούσαν [[κράνος]] και έφεραν [[επίσης]] ένα ή δύο μαχαίρια, αρχικά ήταν Θράκες μισθοφόροι και κατείχαν [[θέση]] [[μεταξύ]] τών οπλιτών και τών ψιλών, ενώ [[συχνά]] αναφέρονται και [[κοντά]] στους τοξότες, υπό τον Αθηναίο στρατηγό Ιφικράτη αναδείχθηκαν σε στρατιωτική [[δύναμη]] αποφασιστικής σημασίας, ύστερα όμως από την άνοδο και τις κατακτήσεις του μακεδονικού στρατιωτικού συστήματος της [[φάλαγγας]] έχασαν την [[αξία]] τους κι έπεσαν σε [[παρακμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πελτάζω]] ή <span style="color: red;"><</span> [[πέλτη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>στής</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ασπι</i>-<i>στής</i>)].
}}
}}