Anonymous

περιτείχισμα: Difference between revisions

From LSJ
6
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[περιτειχίζω]]<br /><b>1.</b> [[τείχος]] που περιβάλλει έναν [[τόπο]], [[οχύρωμα]]<br /><b>2.</b> [[χώρος]] που έχει αποκλειστεί από [[τείχος]], περιτειχισμένος [[χώρος]].
|mltxt=το, ΝΑ [[περιτειχίζω]]<br /><b>1.</b> [[τείχος]] που περιβάλλει έναν [[τόπο]], [[οχύρωμα]]<br /><b>2.</b> [[χώρος]] που έχει αποκλειστεί από [[τείχος]], περιτειχισμένος [[χώρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιτείχισμα:''' τό, περιχαρακωμένος [[τείχος]], σε Θουκ.
}}
}}