Anonymous

πολυΐστωρ: Difference between revisions

From LSJ
33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />qui sait beaucoup, très savant.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἴστωρ]].
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />qui sait beaucoup, très savant.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἴστωρ]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, η, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[πολυμαθής]], [[πολύξερος]] («ὁ δὲ [[ποιητής]] πολύφωνός τις ὥν καὶ πολυΐστωρ», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για συγγραφέα) α) αυτός που γράφει για [[πολλά]] και ποικίλα θέματα<br />β) αυτός που ασχολείται με διάφορα είδη του γραπτού λόγου<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[πράγμα]]) αυτός που περιέχει πολλές γνώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἴστωρ]] / [[ἵστωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[οἶδα]] «[[γνωρίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>φιλ</i>-[[ίστωρ]]].
}}
}}