3,274,916
edits
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυΐστωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ὁ πολλὰ ἐπιστάμενος, [[πολυμαθής]], Ἀνθ. Π. 9. 280, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 1, Στράβ. 149· ― [[ὡσαύτως]] πολυΐστορος, ορον, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 5. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 2. 258. | |lstext='''πολυΐστωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ὁ πολλὰ ἐπιστάμενος, [[πολυμαθής]], Ἀνθ. Π. 9. 280, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 1, Στράβ. 149· ― [[ὡσαύτως]] πολυΐστορος, ορον, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 5. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 2. 258. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />qui sait beaucoup, très savant.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἴστωρ]]. | |||
}} | }} |