3,277,242
edits
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσήγορος''': Δωρ. ποτάγορος, ον, ([[ἀγορεύω]]), ὁ προσαγορεύων, προσφωνῶν ἢ ὁ ἐκπέμπων φωνήν, αἱ πρ. δρύες, αἱ ὁμιλοῦσαι δρ., Αἰσχύλ. Πρ. 832· τί δῆτ’ ἐμοί... προσήγορον ἔτ’ ἔστ’ ἀκούειν; τί προσήγορον λόγον [[ἤτοι]] προσαγόρευσιν πρὸς ἐμὲ ἀποτεινομένην...; Σοφ. Ο. Τ. 1338· [[μετὰ]] γεν., Παλλάδος θεᾶς [[ὅπως]] ἱκοίμην εὐγμάτων [[προσήγορος]], «τουτέστιν ἵνα εὐχὰς αὐτῇ [[προσφέρω]]» (Σχόλ.), ὁ σὐτ. ἐν Ἀντ. 1185. 2) [[καθόλου]], [[εὐπροσήγορος]], ὁμηλιτικός, ἀμοιβαίως [[εὐχάριστος]], φίλοι καὶ πρ. ἀλλήλοις Πλάτ. Θεαίτ. 146Α· γνώριμοί τε καὶ πρ. Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 237· θεοῖς πρ. Μάξ. Τύρ. 11. 8· πρ. τινος, φίλος, Διον. Ἁλ. 1. 70· [[συμπόσιον]] οὐ πρ. ἑαυτῷ, παρὰ πολὺ μέγα ἢ [[ὥστε]] νὰ ἐπιδέχηται γενικὴν ὁμιλίαν, Πλούτ. 2. 678D· γνώριμα καὶ πρ. [[οἰκεῖος]], ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 40. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[σύμφωνος]], ἁρμόζων, πάντα πρ. καὶ ῥητὰ πρὸς ἄλληλα Πλάτ. Πολ. 546Β· ὁμόφρονα καὶ ποτάγορα ἀλλάλοις Πῶλος παρὰ Στοβ. τ. 9. 54· οὕτω παρ’ ἄλλοις μεταγενεστέροις Πυθαγορείοις, σύμφωνα καὶ ποτάγορα, ὁμοῖα καὶ π., κτλ. ΙΙ. Παθ., προσφωνούμενος, προσαγορευόμενος, τῷ πρ.; ὑπὸ τίνος προσφωνηθείς; Σοφ. Φιλ. 1353. 2) καλούμενος, ὀνομαζόμενος, [[πόλις]] δὲ Μυσῶν... πρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 360. | |lstext='''προσήγορος''': Δωρ. ποτάγορος, ον, ([[ἀγορεύω]]), ὁ προσαγορεύων, προσφωνῶν ἢ ὁ ἐκπέμπων φωνήν, αἱ πρ. δρύες, αἱ ὁμιλοῦσαι δρ., Αἰσχύλ. Πρ. 832· τί δῆτ’ ἐμοί... προσήγορον ἔτ’ ἔστ’ ἀκούειν; τί προσήγορον λόγον [[ἤτοι]] προσαγόρευσιν πρὸς ἐμὲ ἀποτεινομένην...; Σοφ. Ο. Τ. 1338· [[μετὰ]] γεν., Παλλάδος θεᾶς [[ὅπως]] ἱκοίμην εὐγμάτων [[προσήγορος]], «τουτέστιν ἵνα εὐχὰς αὐτῇ [[προσφέρω]]» (Σχόλ.), ὁ σὐτ. ἐν Ἀντ. 1185. 2) [[καθόλου]], [[εὐπροσήγορος]], ὁμηλιτικός, ἀμοιβαίως [[εὐχάριστος]], φίλοι καὶ πρ. ἀλλήλοις Πλάτ. Θεαίτ. 146Α· γνώριμοί τε καὶ πρ. Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 237· θεοῖς πρ. Μάξ. Τύρ. 11. 8· πρ. τινος, φίλος, Διον. Ἁλ. 1. 70· [[συμπόσιον]] οὐ πρ. ἑαυτῷ, παρὰ πολὺ μέγα ἢ [[ὥστε]] νὰ ἐπιδέχηται γενικὴν ὁμιλίαν, Πλούτ. 2. 678D· γνώριμα καὶ πρ. [[οἰκεῖος]], ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 40. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[σύμφωνος]], ἁρμόζων, πάντα πρ. καὶ ῥητὰ πρὸς ἄλληλα Πλάτ. Πολ. 546Β· ὁμόφρονα καὶ ποτάγορα ἀλλάλοις Πῶλος παρὰ Στοβ. τ. 9. 54· οὕτω παρ’ ἄλλοις μεταγενεστέροις Πυθαγορείοις, σύμφωνα καὶ ποτάγορα, ὁμοῖα καὶ π., κτλ. ΙΙ. Παθ., προσφωνούμενος, προσαγορευόμενος, τῷ πρ.; ὑπὸ τίνος προσφωνηθείς; Σοφ. Φιλ. 1353. 2) καλούμενος, ὀνομαζόμενος, [[πόλις]] δὲ Μυσῶν... πρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 360. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qui adresse la parole à ; <i>en parl. de la parole elle-même</i> qui s’adresse à, τινι ; qui salue, qui invoque, gén.;<br /><b>II. 1</b> à qui on adresse la parole ; abordable;<br /><b>2</b> à qui on parle familièrement, familier, intime.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀγορά]]. | |||
}} | }} |