Anonymous

πύνδαξ: Difference between revisions

From LSJ
2,733 bytes added ,  29 September 2017
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />fond d’un vase.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πυθμήν]], <i>lat.</i> fundus.
|btext=ακος (ὁ) :<br />fond d’un vase.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πυθμήν]], <i>lat.</i> fundus.
}}
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[πυθμένας]] αγγείου, ποτηριού ή άλλου δοχείου, [[πάτος]]<br /><b>2.</b> το κατώτατο [[κοίλο]] [[μέρος]] πλοίου<br /><b>3.</b> [[επικάλυμμα]] αμφορέα<br /><b>4.</b> [[λαβή]] ξίφους<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[εἰσκρούω]] τὸν πύνδακα»<br />(για οινοπώλη) [[χτυπώ]] [[προς]] τα [[μέσα]] τον πυθμένα μεταλλικού δοχείου για να ελαττώσω [[έτσι]] τη χωρητικότητά του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πύνδαξ]], με [[επίθημα]] -<i>ακ</i>-<i>ς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κάμ</i>-<i>αξ</i>, <i>πίν</i>-<i>αξ</i>), ανάγεται στην [[ίδια]] ΙΕ [[ρίζα]] <i>b</i><sup>h</sup><i>ud</i><sup>h</sup>- «[[έδαφος]], [[πάτωμα]]» στην οποία ανάγεται και η συνώνυμη της [[πυθμήν]]. Ο τ. <i>πύ</i>-<i>ν</i>-<i>δ</i>-<i>αξ</i> έχει σχηματιστεί με [[μετάθεση]] του έρρινου επιθήματος της ρίζας [[μέσα]] στο [[θέμα]] της λ. (<i>b</i><sup>h</sup><i>ud</i><sup>h</sup>-<i>n</i>- &GT; <i>bund</i><sup>(h)</sup>-), <b>πρβλ.</b> και λατ. <i>fundus</i> «[[θεμέλιο]]», πρακριτ. <i>b</i><sup>h</sup><i>und</i><sup>h</sup><i>a</i>- «[[πάτος]] ποτηριού». Η [[παρουσία]] μέσου ηχηρού συμφώνου -<i>δ</i>- στο [[θέμα]] της λ. [[αντί]] του ηχηρού [[δασέως]] -<i>d</i><sup>h </sup>της ρίζας αποδίδεται στο έρρινο [[σύμφωνο]] που προηγείται (<b>πρβλ.</b> [[θάμβος]], [[θρόμβος]]), ενώ η [[εμφάνιση]] ψιλού αρκτικού συμφώνου <i>π</i>- [[αντί]] του αναμενόμενου [[δασέως]] <i>φ</i>- (<b>πρβλ.</b> και <i>ἀ</i>-<i>τέμ</i>-<i>βω</i>) οφείλεται πιθ. σε αναλογική [[επίδραση]] του συνωνύμου [[πυθμήν]]. Κατ' άλλους η λ. [[πύνδαξ]] [[είναι]] [[δάνειο]] από την Γερμανική μέσω της μακεδονικής διαλέκτου, ενώ κατ' άλλους πρόκειται για λ. μακεδονικής προέλευσης (<b>πρβλ.</b> το μακεδονικό [[τοπωνύμιο]] <i>Πύδνα</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[τέλος]], πρόκειται για πελασγικό [[δάνειο]] (<b>βλ.</b> και λ. [[πυθμένας]])].
}}
}}