Anonymous

πύνδαξ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πύνδαξ''': -ᾰκος, ὁ (πρβλ. πυθμὴν) ὁ πυθμὴν ἀγγείου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 263˙ τὸν πύνδακα [[εἰσκρούω]], [[κρούω]] πρὸς τὰ ἐντὸς τὸν πυθμένα μεταλλίνου ἀγγείου [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ καταστήσω τὴν χωρητικότητα [[αὐτοῦ]] μικροτέραν, [[τέχνασμα]] τοῦτο τῶν οἰνοπωλῶν, Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 7, πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 30˙ ἐκκρουσάμενος π. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 263. 2) ἐν Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, καλεῖται οὕτω τὸ ἐπικάλυμμα ἀμφορέως, ἀντίθετ. τῷ [[πυθμήν]]. ΙΙ. Λέγεται ὅτι ὁ Σοφ. ἐχρήσατο τῇ λέξει ἐπὶ τῆς σημασίας λαβῆς ξίφους, Ἀποσπ. 291· ἴδε Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἀπυνδάκωτος]], Φώτ.
|lstext='''πύνδαξ''': -ᾰκος, ὁ (πρβλ. πυθμὴν) ὁ πυθμὴν ἀγγείου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 263˙ τὸν πύνδακα [[εἰσκρούω]], [[κρούω]] πρὸς τὰ ἐντὸς τὸν πυθμένα μεταλλίνου ἀγγείου [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ καταστήσω τὴν χωρητικότητα [[αὐτοῦ]] μικροτέραν, [[τέχνασμα]] τοῦτο τῶν οἰνοπωλῶν, Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 7, πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 30˙ ἐκκρουσάμενος π. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 263. 2) ἐν Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, καλεῖται οὕτω τὸ ἐπικάλυμμα ἀμφορέως, ἀντίθετ. τῷ [[πυθμήν]]. ΙΙ. Λέγεται ὅτι ὁ Σοφ. ἐχρήσατο τῇ λέξει ἐπὶ τῆς σημασίας λαβῆς ξίφους, Ἀποσπ. 291· ἴδε Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἀπυνδάκωτος]], Φώτ.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />fond d’un vase.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πυθμήν]], <i>lat.</i> fundus.
}}
}}