Anonymous

ῥιζοφάγος: Difference between revisions

From LSJ
36
(Bailly1_4)
(36)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se nourrit de racines.<br />'''Étymologie:''' [[ῥίζα]], [[φαγεῖν]].
|btext=ος, ον :<br />qui se nourrit de racines.<br />'''Étymologie:''' [[ῥίζα]], [[φαγεῖν]].
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[ῥιζοφάγος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που τρώει ρίζες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ριζοφάγος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων που ζουν [[μέσα]] σε στοές στον φλοιό τών δέντρων
}}
}}