Anonymous

ῥιζοφάγος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥιζοφάγος''': [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων ῥίζας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6, 2, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 17· οἱ Ῥιζοφάγοι, [[ὄνομα]] Αἰθιοπικῆς τινος φυλῆς παρὰ Διόδ. 3. 23.
|lstext='''ῥιζοφάγος''': [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων ῥίζας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6, 2, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 17· οἱ Ῥιζοφάγοι, [[ὄνομα]] Αἰθιοπικῆς τινος φυλῆς παρὰ Διόδ. 3. 23.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se nourrit de racines.<br />'''Étymologie:''' [[ῥίζα]], [[φαγεῖν]].
}}
}}