3,258,153
edits
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ωνος (ὁ) :<br />bâton, houlette.<br />'''Étymologie:''' R. Σκιπ, s’appuyer ; cf. [[σκίμπτομαι]]. | |btext=ωνος (ὁ) :<br />bâton, houlette.<br />'''Étymologie:''' R. Σκιπ, s’appuyer ; cf. [[σκίμπτομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[σκίμπων]] και [[σκήπων]], -ωνος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[σκήπτρο]]<br /><b>2.</b> [[βακτηρία]], [[μπαστούνι]] («[[σκίπων]], γεροντικὸν [[ὅπλον]]», <b>Καλλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. ιων. και ποιητ. τ. του [[σκῆπτρον]] με [[επίθημα]] -<i>ων</i>, -<i>ωνος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κύφων]], [[δόλων]]) που συνδέεται με το λατ. <i>scipio</i>, -<i>i</i><i>ō</i><i>nis</i> «[[βακτηρία]], [[μπαστούνι]]» και το ρ. [[σκίμπτομαι]]. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], οι τ. εντάσσονται στην [[οικογένεια]] του [[σκήπτω]] με δυσερμήνευτη [[ωστόσο]] [[εναλλαγή]] στη [[ρίζα]] μακρόφωνης διφθόγγου -<i>ᾱι</i>- και φωνηεντισμού -<i>ι</i>-: <i>sk</i><i>ā</i>[[i]]- / <i>ski</i>- (<b>πρβλ.</b> και λ. [[σκιά]]). Ο παρλλ. τ. [[σκήπων]] εμφανίζει τον φωνηεντισμό τών [[σκῆπτρον]], [[σκήπτω]], ενώ ο τ. [[σκίμπων]] έχει</i> σχηματιστεί αναλογικά [[προς]] το [[σκίμπτομαι]]. | |||
}} | }} |