Anonymous

σκίπων: Difference between revisions

From LSJ
6
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σκίμπων]] και [[σκήπων]], -ωνος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[σκήπτρο]]<br /><b>2.</b> [[βακτηρία]], [[μπαστούνι]] («[[σκίπων]], γεροντικὸν [[ὅπλον]]», <b>Καλλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. ιων. και ποιητ. τ. του [[σκῆπτρον]] με [[επίθημα]] -<i>ων</i>, -<i>ωνος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κύφων]], [[δόλων]]) που συνδέεται με το λατ. <i>scipio</i>, -<i>i</i><i>ō</i><i>nis</i> «[[βακτηρία]], [[μπαστούνι]]» και το ρ. [[σκίμπτομαι]]. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], οι τ. εντάσσονται στην [[οικογένεια]] του [[σκήπτω]] με δυσερμήνευτη [[ωστόσο]] [[εναλλαγή]] στη [[ρίζα]] μακρόφωνης διφθόγγου -<i>ᾱι</i>- και φωνηεντισμού -<i>ι</i>-: <i>sk</i><i>ā</i>[[i]]- / <i>ski</i>- (<b>πρβλ.</b> και λ. [[σκιά]]). Ο παρλλ. τ. [[σκήπων]] εμφανίζει τον φωνηεντισμό τών [[σκῆπτρον]], [[σκήπτω]], ενώ ο τ. [[σκίμπων]] έχει</i> σχηματιστεί αναλογικά [[προς]] το [[σκίμπτομαι]].
|mltxt=και [[σκίμπων]] και [[σκήπων]], -ωνος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[σκήπτρο]]<br /><b>2.</b> [[βακτηρία]], [[μπαστούνι]] («[[σκίπων]], γεροντικὸν [[ὅπλον]]», <b>Καλλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. ιων. και ποιητ. τ. του [[σκῆπτρον]] με [[επίθημα]] -<i>ων</i>, -<i>ωνος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κύφων]], [[δόλων]]) που συνδέεται με το λατ. <i>scipio</i>, -<i>i</i><i>ō</i><i>nis</i> «[[βακτηρία]], [[μπαστούνι]]» και το ρ. [[σκίμπτομαι]]. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], οι τ. εντάσσονται στην [[οικογένεια]] του [[σκήπτω]] με δυσερμήνευτη [[ωστόσο]] [[εναλλαγή]] στη [[ρίζα]] μακρόφωνης διφθόγγου -<i>ᾱι</i>- και φωνηεντισμού -<i>ι</i>-: <i>sk</i><i>ā</i>[[i]]- / <i>ski</i>- (<b>πρβλ.</b> και λ. [[σκιά]]). Ο παρλλ. τ. [[σκήπων]] εμφανίζει τον φωνηεντισμό τών [[σκῆπτρον]], [[σκήπτω]], ενώ ο τ. [[σκίμπων]] έχει</i> σχηματιστεί αναλογικά [[προς]] το [[σκίμπτομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκίπων:''' [ῑ], -ωνος, ὁ, = [[σκῆπτρον]], [[ραβδί]], [[μπαστούνι]], [[βακτηρία]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
}}
}}