Anonymous

σπάσμα: Difference between revisions

From LSJ
38
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> action de tirer l’épée;<br /><b>2</b> morceau arraché, lambeau.<br />'''Étymologie:''' [[σπάω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> action de tirer l’épée;<br /><b>2</b> morceau arraché, lambeau.<br />'''Étymologie:''' [[σπάω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[σπάω]] / <i>σπώ</i>]<br />σπασμωδική [[κίνηση]], [[σύσπαση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σύσπαση]], [[σπασμός]]<br /><b>μσν.</b><br />το [[σπάσιμο]] στο [[ξύλο]], ο ξυλοδαρμός («[[πριν]] ἂν σε κοπανίσουσιν και μάθουν σε τὸ [[σπάσμα]]», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διάρρηξη]] μυϊκών ινών<br /><b>2.</b> [[κομμάτι]] που έχει αποσπαστεί από [[κάπου]], [[σπάραγμα]], [[θραύσμα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σπάσμα]] ξίφους» — [[λεπίδα]] ξίφους που έχει αποσπαστεί από τη [[θήκη]], [[σπαθί]] ξεθηκαρωμένο.
}}
}}