3,274,873
edits
(38) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[σπάω]] / <i>σπώ</i>]<br />σπασμωδική [[κίνηση]], [[σύσπαση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σύσπαση]], [[σπασμός]]<br /><b>μσν.</b><br />το [[σπάσιμο]] στο [[ξύλο]], ο ξυλοδαρμός («[[πριν]] ἂν σε κοπανίσουσιν και μάθουν σε τὸ [[σπάσμα]]», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διάρρηξη]] μυϊκών ινών<br /><b>2.</b> [[κομμάτι]] που έχει αποσπαστεί από [[κάπου]], [[σπάραγμα]], [[θραύσμα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σπάσμα]] ξίφους» — [[λεπίδα]] ξίφους που έχει αποσπαστεί από τη [[θήκη]], [[σπαθί]] ξεθηκαρωμένο. | |mltxt=το, ΝΜΑ [[σπάω]] / <i>σπώ</i>]<br />σπασμωδική [[κίνηση]], [[σύσπαση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σύσπαση]], [[σπασμός]]<br /><b>μσν.</b><br />το [[σπάσιμο]] στο [[ξύλο]], ο ξυλοδαρμός («[[πριν]] ἂν σε κοπανίσουσιν και μάθουν σε τὸ [[σπάσμα]]», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διάρρηξη]] μυϊκών ινών<br /><b>2.</b> [[κομμάτι]] που έχει αποσπαστεί από [[κάπου]], [[σπάραγμα]], [[θραύσμα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σπάσμα]] ξίφους» — [[λεπίδα]] ξίφους που έχει αποσπαστεί από τη [[θήκη]], [[σπαθί]] ξεθηκαρωμένο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σπάσμα:''' -ατος, τό ([[σπάω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σπασμός]], [[μυϊκός]] [[σπασμός]], αιφνίδιο [[τίναγμα]], [[τῶν]] ὑστερῶν, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[τμήμα]] που έχει αποσχιστεί, [[απόσπασμα]], [[θραύσμα]], [[κομμάτι]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |