Anonymous

σταυροφόρος: Difference between revisions

From LSJ
38
(Bailly1_4)
(38)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte une croix.<br />'''Étymologie:''' [[σταυρός]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui porte une croix.<br />'''Étymologie:''' [[σταυρός]], [[φέρω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ο / [[σταυροφόρος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που φέρει σταυρό<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σταυροφόρα</i><br /><b>βοτ.</b> τα σταυρανθή<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[σταυροφόρος]]<br />[[πολεμιστής]] του μεσαίωνα με σταυρό ραμμένο στη [[στολή]] του, ο [[οποίος]] έλαβε [[μέρος]] σε [[σταυροφορία]] στους Αγίους Τόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σταυρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
}}