σταυροφόρος

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταυροφόρος Medium diacritics: σταυροφόρος Low diacritics: σταυροφόρος Capitals: ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: staurophóros Transliteration B: staurophoros Transliteration C: stavroforos Beta Code: staurofo/ros

English (LSJ)

σταυροφόρον, bearing a cross, MAMA3.632 (Corycus).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte une croix.
Étymologie: σταυρός, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

σταυροφόρος: крестоносный Anth.

Greek (Liddell-Scott)

σταυροφόρος: -ον, (φέρω) ὁ φέρων τὸν σταυρόν, Ἀνθ. Π. 8. 146, Βυζ.· - σταυροφορέω, φέρω (βαστάζω) τὸν σταυρόν, Νικήτ. Χρον. 253Α.

Greek Monolingual

-ο / σταυροφόρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που φέρει σταυρό
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σταυροφόρα
βοτ. τα σταυρανθή
νεοελλ.-μσν.
το αρσ. ως ουσ. ο σταυροφόρος
πολεμιστής του μεσαίωνα με σταυρό ραμμένο στη στολή του, ο οποίος έλαβε μέρος σε σταυροφορία στους Αγίους Τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -φόρος].

Greek Monotonic

σταυροφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει, βαστάει τον σταυρό, σε Ανθ.

Middle Liddell

σταυρο-φόρος, ον, φέρω
bearing the cross, Anth.