Anonymous

σταυροφόρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σταυροφόρος''': -ον, ([[φέρω]]) ὁ φέρων τὸν σταυρόν, Ἀνθ. Π. 8. 146, Βυζ.· - σταυροφορέω, [[φέρω]] ([[βαστάζω]]) τὸν σταυρόν, Νικήτ. Χρον. 253Α.
|lstext='''σταυροφόρος''': -ον, ([[φέρω]]) ὁ φέρων τὸν σταυρόν, Ἀνθ. Π. 8. 146, Βυζ.· - σταυροφορέω, [[φέρω]] ([[βαστάζω]]) τὸν σταυρόν, Νικήτ. Χρον. 253Α.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte une croix.<br />'''Étymologie:''' [[σταυρός]], [[φέρω]].
}}
}}