Anonymous

στρουθίζω: Difference between revisions

From LSJ
38
(6_23)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρουθίζω''': λαλῶ ὡς [[στρουθός]], ᾄδω, κελαδῶ, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 717. ΙΙ. [[καθαρίζω]] διὰ τῆς βοτάνης τῆς καλουμένης [[στρουθίον]], Διοσκ. 2. 84.
|lstext='''στρουθίζω''': λαλῶ ὡς [[στρουθός]], ᾄδω, κελαδῶ, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 717. ΙΙ. [[καθαρίζω]] διὰ τῆς βοτάνης τῆς καλουμένης [[στρουθίον]], Διοσκ. 2. 84.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[κελαηδώ]] σαν [[σπουργίτης]]<br />(αρχ) [[καθαρίζω]] έρια ή υφάσματα με στρουθειον, με [[σαπουνόχορτο]] («λαβὼν ἔρια μαλακὰ οἰσυπηρά, ἔκπλυνον, ἐστρουθισμένα θερμῷ ὕδατι», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρουθός]]. Το ρ. με τη σημ. «[[καθαρίζω]] υφάσματα» <span style="color: red;"><</span> [[στρούθειον]].
}}
}}