Anonymous

σύμπτωμα: Difference between revisions

From LSJ
39
(Bailly1_5)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />coïncidence, rencontre, <i>d’où</i><br /><b>1</b> <i>en gén.</i> événement fortuit;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> événement malheureux, malheur, malchance.<br />'''Étymologie:''' [[συμπίπτω]].
|btext=ατος (τό) :<br />coïncidence, rencontre, <i>d’où</i><br /><b>1</b> <i>en gén.</i> événement fortuit;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> événement malheureux, malheur, malchance.<br />'''Étymologie:''' [[συμπίπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συμπίπτω]]<br /><b>ιατρ.</b> υποκειμενικό [[φαινόμενο]] το οποίο εκφράζει μια παθολογική [[κατάσταση]] και οφείλεται σε λειτουργικές ή οργανικές διαταραχές ενός οργάνου ή ολόκληρου του οργανισμού (α. «συμπτώματα φυματίωσης» β. «συμπτώματι περιέπεσε ἰδιάζοντι, ἐστερήθη γὰρ τῆς ὁράσεως», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ενέργεια]] ή [[εκδήλωση]] που αποτελεί χαρακτηριστικό σωματικής, ψυχικής, ηθικής ακαταστασίας ή ανωμαλίας (α. «νοσηρό [[σύμπτωμα]]» β. «συμπτώματα απειθαρχίας» γ. «συμπτώματα καταστρατήγησης του νόμου»)<br /><b>2.</b> <b>(φυτοπαθολ.)</b> ορατή ή με [[άλλο]] τρόπο διαπιστούμενη [[ανωμαλία]] ενός ξενιστή η οποία οφείλεται σε [[ασθένεια]] (α. «πρωτογενή συμπτώματα» β. «[[χρόνια]] συμπτώματα»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ό,τι απομένει από την [[πτώση]], από την [[κατάρρευση]], [[ερείπιο]] (α. «ἐκ τοῡ κινδύνου περιῴζεται καὶ σωτηρίαν ἀπιστουμένην αὐτῷ σκεπασθεὶς τῷ συμπτώματι», <b>Γρηγ. Ναζ.</b><br />β. «ἐκ τῶν συμπτωμάτων Νικομηδείας καὶ μεθ' ἡμέρας τινὲς ζῶντες ἀνηνέχθησαν», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>2.</b> η [[πτώση]], η [[αμαρτία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ό,τι συμβαίνει [[κατά]] [[σύμπτωση]], τυχαία («[[ἀνάγκη]] τὰ ἐναντία ἢ αἴτια [[εἶναι]]... ἢ συμπτώματα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δυσμενής]] [[περίσταση]], [[ατυχία]] («[[ὅταν]] τις ὢν ἀνὴρ [[δίκαιος]] ἀδίκοις περιπέσῃ συμπτώμασι», Μέν.)<br /><b>3.</b> χαρακτηριστικό, [[ιδιότητα]] («τὸν χρόνον [[σύμπτωμα]] συμπτωμάτων λέγειν», Επίκ.)<br /><b>4.</b> (για τη [[στάθμη]] του νερού) [[πτώση]]<br /><b>5.</b> [[κατάπτωση]], [[εξασθένηση]] δυνάμεων («[[σύμπτωμα]] τῆς δυνάμεως τῆς διανοίας», Διοκλ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἀπὸ συμπτώματος» — [[κατά]] τύχην, [[κατά]] [[σύμπτωση]].
}}
}}