3,277,220
edits
(6_21) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύμπτωμα''': τό, ([[συμπίπτω]]) τὸ συμπῖπτον, συμβαῖνον εἴς τινα, κατὰ σύμπτωσιν, συμβὰν κατὰ σύμπτωσιν, τὰ σ. καὶ τὰ ἀπὸ τύχης Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 32· ἀπὸ συμπτώματος, σχεδὸν ὡς τὸ ἀπὸ τύχης ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 2. 8, 5, πρβλ. [[Πολυδ]]. Β΄, 12, 5· ἀντίθετ. τῷ [[αἰτία]], ὁ αὐτ. περὶ τῆς Καθ’ Ὕπν. Μαντικ. 1· 5, κτλ.· ἴδε Trendel. εἰς Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 12, 3. 2) [[συχν]]. ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[δυστύχημα]], [[ἀτυχία]], Θουκ. 4. 36, Ἀριστ. Πολ. 5. 4, 5· ἀκούσιον σ. Δημ. 1295. 20· [[ὅταν]] τις… ἀδίκοις περιπέσῃ σ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 63· τὰ κοινὰ κοινῶς δεῖ φέρειν σ. [[αὐτόθι]] 281c. II. ἐπὶ νόσων, «[[σύμπτωμα]]», [[σημεῖον]] τῆς νόσου, Πλάτ. Εἰρ. 364C· σ. κεφαλῆς Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 3. ΙΙΙ. [[κατάπτωσις]], ἐπὶ τῆς λίμνης Φουκίνης, Δίων. Κάσσ. 60. 33. | |lstext='''σύμπτωμα''': τό, ([[συμπίπτω]]) τὸ συμπῖπτον, συμβαῖνον εἴς τινα, κατὰ σύμπτωσιν, συμβὰν κατὰ σύμπτωσιν, τὰ σ. καὶ τὰ ἀπὸ τύχης Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 32· ἀπὸ συμπτώματος, σχεδὸν ὡς τὸ ἀπὸ τύχης ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 2. 8, 5, πρβλ. [[Πολυδ]]. Β΄, 12, 5· ἀντίθετ. τῷ [[αἰτία]], ὁ αὐτ. περὶ τῆς Καθ’ Ὕπν. Μαντικ. 1· 5, κτλ.· ἴδε Trendel. εἰς Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 12, 3. 2) [[συχν]]. ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[δυστύχημα]], [[ἀτυχία]], Θουκ. 4. 36, Ἀριστ. Πολ. 5. 4, 5· ἀκούσιον σ. Δημ. 1295. 20· [[ὅταν]] τις… ἀδίκοις περιπέσῃ σ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 63· τὰ κοινὰ κοινῶς δεῖ φέρειν σ. [[αὐτόθι]] 281c. II. ἐπὶ νόσων, «[[σύμπτωμα]]», [[σημεῖον]] τῆς νόσου, Πλάτ. Εἰρ. 364C· σ. κεφαλῆς Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 3. ΙΙΙ. [[κατάπτωσις]], ἐπὶ τῆς λίμνης Φουκίνης, Δίων. Κάσσ. 60. 33. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />coïncidence, rencontre, <i>d’où</i><br /><b>1</b> <i>en gén.</i> événement fortuit;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> événement malheureux, malheur, malchance.<br />'''Étymologie:''' [[συμπίπτω]]. | |||
}} | }} |