Anonymous

συνδέω: Difference between revisions

From LSJ
2,805 bytes added ,  29 September 2017
39
(39)
(39)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=in Greek authors from [[Homer]] [[down]];<br /><b class="num">1.</b> to [[tie]] [[together]], to [[bind]] [[together]].<br /><b class="num">2.</b> to [[bind]] or [[fasten]] on [[all]] sides.<br /><b class="num">3.</b> to [[bind]] [[just]] as (i. e. [[jointly]] [[with]]) [[another]]: [[perfect]] [[passive]] participle ὡς συνδεδεμένοι, as [[fellow]]-prisoners (A. V. as [[bound]] [[with]] [[them]]), συνδεδεμενος τῷ ὀινοχόω, Josephus, Antiquities 2,5, 3).
|txtha=in Greek authors from [[Homer]] [[down]];<br /><b class="num">1.</b> to [[tie]] [[together]], to [[bind]] [[together]].<br /><b class="num">2.</b> to [[bind]] or [[fasten]] on [[all]] sides.<br /><b class="num">3.</b> to [[bind]] [[just]] as (i. e. [[jointly]] [[with]]) [[another]]: [[perfect]] [[passive]] participle ὡς συνδεδεμένοι, as [[fellow]]-prisoners (A. V. as [[bound]] [[with]] [[them]]), συνδεδεμενος τῷ ὀινοχόω, Josephus, Antiquities 2,5, 3).
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνδέω Α [[δέω</i> (II) / [[δένω]]<br /><b>1.</b> [[ενώνω]], [[δένω]] [[μαζί]] δύο ή περισσότερα πράγματα με σκοπό τη συγκράτησή τους<br /><b>2.</b> [[συνάπτω]] πνευματικούς, ψυχικούς ή άλλους δεσμούς ή και συμφέροντα με κάποιον (α. «τους συνδέει στενή [[φιλία]]» β. «τὸ μὲν γὰρ κοινὶν ξυνδεῑ, τὸ δὲ [[ἴδιον]] διασπᾷ τὰς πόλεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συναρμολογώ]] (α. «[[συνδέω]] τα ελατήρια της μηχανής» β. «τοῑς μὲν χυτοῑς χρὴ τὰ οικοδομήματα συνδεῑν», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συσχετίζω]], [[αλληλεξαρτώ]] («μη συνδέεις τα γεγονότα, [[είναι]] [[τελείως]] διαφορετικά»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[δένω]] [[χειροπόδαρα]]<br /><b>2.</b> (για ζώο) μπλέκομαι στα δίχτια και [[έτσι]] συλλαμβάνομαι<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[συνδέω]] τους όρους μιας πρότασης ή μιας περιόδου<br /><b>4.</b> ([[απλώς]]) [[δένω]]<br /><b>5.</b> [[είμαι]] ή [[αποτελώ]] συνεκτική ύλη («τὸν συνδέοντα [[πηλόν]]», πάπ.)<br /><b>6.</b> [[περιβάλλω]] [[κάτι]] με επίδεσμο<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> [[εμποδίζω]], [[περιορίζω]] την [[ελευθερία]] τών κινήσεων κάποιου<br /><b>8.</b> (μέσ. και παθ.) [[συνδέομαι]]<br />α) ζώνομαι («τέκτον, κάλυπτε [[στέρνα]] σύνδησαι πέπλους», <b>Ευρ.</b>)<br />β) βρίσκομαι στη [[φυλακή]], [[είμαι]] [[φυλακισμένος]]<br />γ) έχω ή [[κρατώ]] δεμένα [[μαζί]] δύο ή περισσότερα πράγματα<br />δ) <b>(φιλοσ.)</b> [[επικοινωνώ]] με το [[θείο]], βρίσκομαι σε [[κοινωνία]] με τον θεό<br /><b>9.</b> (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) <i>συνδεδεμένος</i><br />ζαρωμένος<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «συνδέειν τι ἀπό τινος» — το να αναρτά, κρεμά [[κανείς]] [[κάτι]] από [[κάπου]] χρησιμοποιώντας δεσμό («ξύλα καὶ εἵματα και σκεύεα ἀπὸ τῶν ἕδρην συνδέων ὁκοίην καλιὴν ἱζάνει», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνδέω Α [[δέω</i> (II) / [[δένω]]<br /><b>1.</b> [[ενώνω]], [[δένω]] [[μαζί]] δύο ή περισσότερα πράγματα με σκοπό τη συγκράτησή τους<br /><b>2.</b> [[συνάπτω]] πνευματικούς, ψυχικούς ή άλλους δεσμούς ή και συμφέροντα με κάποιον (α. «τους συνδέει στενή [[φιλία]]» β. «τὸ μὲν γὰρ κοινὶν ξυνδεῑ, τὸ δὲ [[ἴδιον]] διασπᾷ τὰς πόλεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συναρμολογώ]] (α. «[[συνδέω]] τα ελατήρια της μηχανής» β. «τοῑς μὲν χυτοῑς χρὴ τὰ οικοδομήματα συνδεῑν», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συσχετίζω]], [[αλληλεξαρτώ]] («μη συνδέεις τα γεγονότα, [[είναι]] [[τελείως]] διαφορετικά»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[δένω]] [[χειροπόδαρα]]<br /><b>2.</b> (για ζώο) μπλέκομαι στα δίχτια και [[έτσι]] συλλαμβάνομαι<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[συνδέω]] τους όρους μιας πρότασης ή μιας περιόδου<br /><b>4.</b> ([[απλώς]]) [[δένω]]<br /><b>5.</b> [[είμαι]] ή [[αποτελώ]] συνεκτική ύλη («τὸν συνδέοντα [[πηλόν]]», πάπ.)<br /><b>6.</b> [[περιβάλλω]] [[κάτι]] με επίδεσμο<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> [[εμποδίζω]], [[περιορίζω]] την [[ελευθερία]] τών κινήσεων κάποιου<br /><b>8.</b> (μέσ. και παθ.) [[συνδέομαι]]<br />α) ζώνομαι («τέκτον, κάλυπτε [[στέρνα]] σύνδησαι πέπλους», <b>Ευρ.</b>)<br />β) βρίσκομαι στη [[φυλακή]], [[είμαι]] [[φυλακισμένος]]<br />γ) έχω ή [[κρατώ]] δεμένα [[μαζί]] δύο ή περισσότερα πράγματα<br />δ) <b>(φιλοσ.)</b> [[επικοινωνώ]] με το [[θείο]], βρίσκομαι σε [[κοινωνία]] με τον θεό<br /><b>9.</b> (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) <i>συνδεδεμένος</i><br />ζαρωμένος<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «συνδέειν τι ἀπό τινος» — το να αναρτά, κρεμά [[κανείς]] [[κάτι]] από [[κάπου]] χρησιμοποιώντας δεσμό («ξύλα καὶ εἵματα και σκεύεα ἀπὸ τῶν ἕδρην συνδέων ὁκοίην καλιὴν ἱζάνει», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνδέω Α [[δέω</i> (II) / [[δένω]]<br /><b>1.</b> [[ενώνω]], [[δένω]] [[μαζί]] δύο ή περισσότερα πράγματα με σκοπό τη συγκράτησή τους<br /><b>2.</b> [[συνάπτω]] πνευματικούς, ψυχικούς ή άλλους δεσμούς ή και συμφέροντα με κάποιον (α. «τους συνδέει στενή [[φιλία]]» β. «τὸ μὲν γὰρ κοινὶν ξυνδεῑ, τὸ δὲ [[ἴδιον]] διασπᾷ τὰς πόλεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συναρμολογώ]] (α. «[[συνδέω]] τα ελατήρια της μηχανής» β. «τοῑς μὲν χυτοῑς χρὴ τὰ οικοδομήματα συνδεῑν», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συσχετίζω]], [[αλληλεξαρτώ]] («μη συνδέεις τα γεγονότα, [[είναι]] [[τελείως]] διαφορετικά»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[δένω]] [[χειροπόδαρα]]<br /><b>2.</b> (για ζώο) μπλέκομαι στα δίχτια και [[έτσι]] συλλαμβάνομαι<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[συνδέω]] τους όρους μιας πρότασης ή μιας περιόδου<br /><b>4.</b> ([[απλώς]]) [[δένω]]<br /><b>5.</b> [[είμαι]] ή [[αποτελώ]] συνεκτική ύλη («τὸν συνδέοντα [[πηλόν]]», πάπ.)<br /><b>6.</b> [[περιβάλλω]] [[κάτι]] με επίδεσμο<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> [[εμποδίζω]], [[περιορίζω]] την [[ελευθερία]] τών κινήσεων κάποιου<br /><b>8.</b> (μέσ. και παθ.) [[συνδέομαι]]<br />α) ζώνομαι («τέκτον, κάλυπτε [[στέρνα]] σύνδησαι πέπλους», <b>Ευρ.</b>)<br />β) βρίσκομαι στη [[φυλακή]], [[είμαι]] [[φυλακισμένος]]<br />γ) έχω ή [[κρατώ]] δεμένα [[μαζί]] δύο ή περισσότερα πράγματα<br />δ) <b>(φιλοσ.)</b> [[επικοινωνώ]] με το [[θείο]], βρίσκομαι σε [[κοινωνία]] με τον θεό<br /><b>9.</b> (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) <i>συνδεδεμένος</i><br />ζαρωμένος<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «συνδέειν τι ἀπό τινος» — το να αναρτά, κρεμά [[κανείς]] [[κάτι]] από [[κάπου]] χρησιμοποιώντας δεσμό («ξύλα καὶ εἵματα και σκεύεα ἀπὸ τῶν ἕδρην συνδέων ὁκοίην καλιὴν ἱζάνει», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
}}