Anonymous

συνδέω: Difference between revisions

From LSJ
1,193 bytes added ,  31 December 2018
6
(39)
(6)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνδέω Α [[δέω</i> (II) / [[δένω]]<br /><b>1.</b> [[ενώνω]], [[δένω]] [[μαζί]] δύο ή περισσότερα πράγματα με σκοπό τη συγκράτησή τους<br /><b>2.</b> [[συνάπτω]] πνευματικούς, ψυχικούς ή άλλους δεσμούς ή και συμφέροντα με κάποιον (α. «τους συνδέει στενή [[φιλία]]» β. «τὸ μὲν γὰρ κοινὶν ξυνδεῑ, τὸ δὲ [[ἴδιον]] διασπᾷ τὰς πόλεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συναρμολογώ]] (α. «[[συνδέω]] τα ελατήρια της μηχανής» β. «τοῑς μὲν χυτοῑς χρὴ τὰ οικοδομήματα συνδεῑν», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συσχετίζω]], [[αλληλεξαρτώ]] («μη συνδέεις τα γεγονότα, [[είναι]] [[τελείως]] διαφορετικά»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[δένω]] [[χειροπόδαρα]]<br /><b>2.</b> (για ζώο) μπλέκομαι στα δίχτια και [[έτσι]] συλλαμβάνομαι<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[συνδέω]] τους όρους μιας πρότασης ή μιας περιόδου<br /><b>4.</b> ([[απλώς]]) [[δένω]]<br /><b>5.</b> [[είμαι]] ή [[αποτελώ]] συνεκτική ύλη («τὸν συνδέοντα [[πηλόν]]», πάπ.)<br /><b>6.</b> [[περιβάλλω]] [[κάτι]] με επίδεσμο<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> [[εμποδίζω]], [[περιορίζω]] την [[ελευθερία]] τών κινήσεων κάποιου<br /><b>8.</b> (μέσ. και παθ.) [[συνδέομαι]]<br />α) ζώνομαι («τέκτον, κάλυπτε [[στέρνα]] σύνδησαι πέπλους», <b>Ευρ.</b>)<br />β) βρίσκομαι στη [[φυλακή]], [[είμαι]] [[φυλακισμένος]]<br />γ) έχω ή [[κρατώ]] δεμένα [[μαζί]] δύο ή περισσότερα πράγματα<br />δ) <b>(φιλοσ.)</b> [[επικοινωνώ]] με το [[θείο]], βρίσκομαι σε [[κοινωνία]] με τον θεό<br /><b>9.</b> (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) <i>συνδεδεμένος</i><br />ζαρωμένος<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «συνδέειν τι ἀπό τινος» — το να αναρτά, κρεμά [[κανείς]] [[κάτι]] από [[κάπου]] χρησιμοποιώντας δεσμό («ξύλα καὶ εἵματα και σκεύεα ἀπὸ τῶν ἕδρην συνδέων ὁκοίην καλιὴν ἱζάνει», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνδέω Α [[δέω</i> (II) / [[δένω]]<br /><b>1.</b> [[ενώνω]], [[δένω]] [[μαζί]] δύο ή περισσότερα πράγματα με σκοπό τη συγκράτησή τους<br /><b>2.</b> [[συνάπτω]] πνευματικούς, ψυχικούς ή άλλους δεσμούς ή και συμφέροντα με κάποιον (α. «τους συνδέει στενή [[φιλία]]» β. «τὸ μὲν γὰρ κοινὶν ξυνδεῑ, τὸ δὲ [[ἴδιον]] διασπᾷ τὰς πόλεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συναρμολογώ]] (α. «[[συνδέω]] τα ελατήρια της μηχανής» β. «τοῑς μὲν χυτοῑς χρὴ τὰ οικοδομήματα συνδεῑν», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συσχετίζω]], [[αλληλεξαρτώ]] («μη συνδέεις τα γεγονότα, [[είναι]] [[τελείως]] διαφορετικά»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[δένω]] [[χειροπόδαρα]]<br /><b>2.</b> (για ζώο) μπλέκομαι στα δίχτια και [[έτσι]] συλλαμβάνομαι<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[συνδέω]] τους όρους μιας πρότασης ή μιας περιόδου<br /><b>4.</b> ([[απλώς]]) [[δένω]]<br /><b>5.</b> [[είμαι]] ή [[αποτελώ]] συνεκτική ύλη («τὸν συνδέοντα [[πηλόν]]», πάπ.)<br /><b>6.</b> [[περιβάλλω]] [[κάτι]] με επίδεσμο<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> [[εμποδίζω]], [[περιορίζω]] την [[ελευθερία]] τών κινήσεων κάποιου<br /><b>8.</b> (μέσ. και παθ.) [[συνδέομαι]]<br />α) ζώνομαι («τέκτον, κάλυπτε [[στέρνα]] σύνδησαι πέπλους», <b>Ευρ.</b>)<br />β) βρίσκομαι στη [[φυλακή]], [[είμαι]] [[φυλακισμένος]]<br />γ) έχω ή [[κρατώ]] δεμένα [[μαζί]] δύο ή περισσότερα πράγματα<br />δ) <b>(φιλοσ.)</b> [[επικοινωνώ]] με το [[θείο]], βρίσκομαι σε [[κοινωνία]] με τον θεό<br /><b>9.</b> (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) <i>συνδεδεμένος</i><br />ζαρωμένος<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «συνδέειν τι ἀπό τινος» — το να αναρτά, κρεμά [[κανείς]] [[κάτι]] από [[κάπου]] χρησιμοποιώντας δεσμό («ξύλα καὶ εἵματα και σκεύεα ἀπὸ τῶν ἕδρην συνδέων ὁκοίην καλιὴν ἱζάνει», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνδέω:''' Αττ. ξυν-[[δέω]], μέλ. -[[δήσω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δένω]] ή [[συσφίγγω]] μαζί, λέγεται για [[δύο]] ή περισσότερα πράγματα, <i>συνέδησα [[πόδας]]</i>, σε Ομήρ. Οδ.· τοὺς [[πόδας]] καὶ [[τὰς]] χεῖρας, σε Πλάτ.· δέλτον [[συνδέω]], [[στερεώνω]], [[συνενώνω]] τις πινακίδες, σε Ευρ. — Παθ., <i>ἰσχία μὴ συνδεδεμένα</i>, ισχία, λαγόνες που δεν έχουν συσταλεί, λέγεται για σκύλους, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[δένω]] [[χειροπόδαρα]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[δένω]], [[επιδένω]] ένα [[τραύμα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">4.</b> γενικά, [[δένω]] μαζί, [[συνενώνω]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., <i>σύνδησαι πέπλους</i>, δέσε με [[ζώνη]] τα φορέματά [[σου]], σε Ευρ.
}}
}}