Anonymous

φυτευτός: Difference between revisions

From LSJ
45
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />planté.<br />'''Étymologie:''' [[φυτεύω]].
|btext=ή, όν :<br />planté.<br />'''Étymologie:''' [[φυτεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φυτευτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φυτεύω]]<br />αυτός που έχει παραχθεί με [[φύτευση]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον αυτοφυή<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που εμφυτεύεται («φυτευτή [[οδοντοστοιχία]]»). Επιρρ. <i>φυτευτά</i> Ν<br />με φυτευτό τρόπο, με [[φύτευση]].
}}
}}