3,277,243
edits
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[φυτευτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φυτεύω]]<br />αυτός που έχει παραχθεί με [[φύτευση]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον αυτοφυή<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που εμφυτεύεται («φυτευτή [[οδοντοστοιχία]]»). Επιρρ. <i>φυτευτά</i> Ν<br />με φυτευτό τρόπο, με [[φύτευση]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[φυτευτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φυτεύω]]<br />αυτός που έχει παραχθεί με [[φύτευση]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον αυτοφυή<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που εμφυτεύεται («φυτευτή [[οδοντοστοιχία]]»). Επιρρ. <i>φυτευτά</i> Ν<br />με φυτευτό τρόπο, με [[φύτευση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φῠτευτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που έχει φυτευτεί, που έχει παραχθεί, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |