Anonymous

ὑπεκτίθεμαι: Difference between revisions

From LSJ
43
(6_14)
(43)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεκτίθεμαι''': μέσ., [[φέρω]] τὰ ὑπάρχοντά μου καὶ βάλλω αὐτὰ εἰς τόπον ἀσφαλῆ, [[φέρω]] αὐτὰ μακρὰν τοῦ κινδύνου, ἐπὶ προσώπων ἢ πραγμάτων μεθ’ ὧν τις ἐκφεύγει τοὺς κινδύνους τοῦ πολέμου, ἀπομακρύνω, ἔστ’ ἂν τέκνα τε καὶ τοὺς οἰκέτας ὑπεκθέωνται Ἡρόδ. 8.4, πρβλ. 41, Θουκ. 1. 89· ἐκ χερῶν κλέψασ’ Ὀρέστην τῶν ἐμῶν ὑπεξέθου Σοφ. Ἠλ. 297· ὃν ἔξω δωμάτων ὑπεξέθου Εὐρ. Ἀνδρ. 69· ὑπεκθέσθαι παῖδας ἐς Σαλαμῖνα Λυσί. 194. 1· ὑπ. τὰ χρήματα Ξεν. Κύρ. 6. 1. 26. ― Παθ., ὡς τὸ [[ὑπέκκειμαι]], μεταφέρομαι εἰς τόπον ἀσφαλῆ, Ἡρόδ. 5. 65. ΙΙ. καταθέτω εἰς ἀποθήκην [[ὅπως]] ἐκ νέου ἐξαγάγω, εἰ δὲ τί κα... ὑπέχθηται (Κρητ. [[ὑπέκ]]-θηται) Συλλ. Ἐπιγρ. 2556. 22, πρβλ. [[ὑπεκθέσιμος]].
|lstext='''ὑπεκτίθεμαι''': μέσ., [[φέρω]] τὰ ὑπάρχοντά μου καὶ βάλλω αὐτὰ εἰς τόπον ἀσφαλῆ, [[φέρω]] αὐτὰ μακρὰν τοῦ κινδύνου, ἐπὶ προσώπων ἢ πραγμάτων μεθ’ ὧν τις ἐκφεύγει τοὺς κινδύνους τοῦ πολέμου, ἀπομακρύνω, ἔστ’ ἂν τέκνα τε καὶ τοὺς οἰκέτας ὑπεκθέωνται Ἡρόδ. 8.4, πρβλ. 41, Θουκ. 1. 89· ἐκ χερῶν κλέψασ’ Ὀρέστην τῶν ἐμῶν ὑπεξέθου Σοφ. Ἠλ. 297· ὃν ἔξω δωμάτων ὑπεξέθου Εὐρ. Ἀνδρ. 69· ὑπεκθέσθαι παῖδας ἐς Σαλαμῖνα Λυσί. 194. 1· ὑπ. τὰ χρήματα Ξεν. Κύρ. 6. 1. 26. ― Παθ., ὡς τὸ [[ὑπέκκειμαι]], μεταφέρομαι εἰς τόπον ἀσφαλῆ, Ἡρόδ. 5. 65. ΙΙ. καταθέτω εἰς ἀποθήκην [[ὅπως]] ἐκ νέου ἐξαγάγω, εἰ δὲ τί κα... ὑπέχθηται (Κρητ. [[ὑπέκ]]-θηται) Συλλ. Ἐπιγρ. 2556. 22, πρβλ. [[ὑπεκθέσιμος]].
}}
{{grml
|mltxt=και σπάν. ενεργ. τ. [[ὑπεκτίθημι]] Α [[ἐκτίθεμαι]]<br /><b>1.</b> (για πρόσ. ή πράγμ.) [[μεταφέρω]] σε ασφαλή [[τόπο]], [[φυγαδεύω]], [[απομακρύνω]] από κίνδυνο (α. «ἔστ' ἂν [[τέκνα]] τε καὶ τοὺς οἰκέτας ὑπεκθέωνται», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἔλεγεν ὡς ὑπεκτίθοιτο ἤδη τὰ χρήματα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[βάζω]] [[κάτι]] σε [[αποθήκη]] με σκοπό να το ξαναβγάλω<br /><b>3.</b> [[γεννώ]]<br /><b>4.</b> <b>ενεργ.</b> (σχετικά με νεογέννητο) [[εγκαταλείπω]] έκθετο.
}}
}}