Anonymous

ὑπεκτίθεμαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(43)
(6)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=και σπάν. ενεργ. τ. [[ὑπεκτίθημι]] Α [[ἐκτίθεμαι]]<br /><b>1.</b> (για πρόσ. ή πράγμ.) [[μεταφέρω]] σε ασφαλή [[τόπο]], [[φυγαδεύω]], [[απομακρύνω]] από κίνδυνο (α. «ἔστ' ἂν [[τέκνα]] τε καὶ τοὺς οἰκέτας ὑπεκθέωνται», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἔλεγεν ὡς ὑπεκτίθοιτο ἤδη τὰ χρήματα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[βάζω]] [[κάτι]] σε [[αποθήκη]] με σκοπό να το ξαναβγάλω<br /><b>3.</b> [[γεννώ]]<br /><b>4.</b> <b>ενεργ.</b> (σχετικά με νεογέννητο) [[εγκαταλείπω]] έκθετο.
|mltxt=και σπάν. ενεργ. τ. [[ὑπεκτίθημι]] Α [[ἐκτίθεμαι]]<br /><b>1.</b> (για πρόσ. ή πράγμ.) [[μεταφέρω]] σε ασφαλή [[τόπο]], [[φυγαδεύω]], [[απομακρύνω]] από κίνδυνο (α. «ἔστ' ἂν [[τέκνα]] τε καὶ τοὺς οἰκέτας ὑπεκθέωνται», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἔλεγεν ὡς ὑπεκτίθοιτο ἤδη τὰ χρήματα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[βάζω]] [[κάτι]] σε [[αποθήκη]] με σκοπό να το ξαναβγάλω<br /><b>3.</b> [[γεννώ]]<br /><b>4.</b> <b>ενεργ.</b> (σχετικά με νεογέννητο) [[εγκαταλείπω]] έκθετο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεκτίθεμαι:''' αόρ. βʹ <i>-εκθέμην</i>, Μέσ. [[φέρνω]], [[οδηγώ]] τα υπάρχοντά μου σε [[μέρος]] ασφαλές, τα [[απομακρύνω]] από τον κίνδυνο, ἔστ' ἂν [[τέκνα]] [[ὑπεκθέωνται]] (γʹ πληθ. υποτ. αόρ. βʹ), σε Ηρόδ.· ομοίως και σε Αττ. — Παθ., μεταφέρομαι, οδηγούμαι σε [[μέρος]] ασφαλές, σε Ηρόδ.
}}
}}