Anonymous

σύριγμα: Difference between revisions

From LSJ
40
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />sifflement, son sifflant.<br />'''Étymologie:''' [[συρίζω]], [[συρίττω]].
|btext=ατος (τό) :<br />sifflement, son sifflant.<br />'''Étymologie:''' [[συρίζω]], [[συρίττω]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[σύρισμα]], το, ΝΑ και [[σούρισμα]] και σούριγμα Ν [[συρίζω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συρίζω]], ο [[ήχος]] της σύριγγας, το [[σφύριγμα]] (α. «ακούστηκε ένα οξύ [[σύριγμα]]» β. «μὴ... διολέσῃς... Πανὸς ἕδρας, ἔνθ' ἔχει συρίγματα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συριστικός]] [[ήχος]], [[συριγμός]] («ἐκφωνεῑται τὸ <i>σ</i> τοῡ πνεύματος... περὶ τοὺς ὀδόντας [[λεπτὸν]] καὶ στενὸν ἐξωθοῡντος τὸ [[σύριγμα]]», Διον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[κυρίως]] στο [[θέατρο]]) [[αποδοκιμασία]] με [[σφύριγμα]].
}}
}}