Anonymous

σύριγμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύριγμα''': [ῡ], τό, ὁ [[ἦχος]] σύριγγος. Εὐρ. Βάκχ. 952, Ἀριστοφ. Ἀχ. 554· «σφύριγμα», ἀνέμων Ὀρφ. Ὕμν. 34. 25.
|lstext='''σύριγμα''': [ῡ], τό, ὁ [[ἦχος]] σύριγγος. Εὐρ. Βάκχ. 952, Ἀριστοφ. Ἀχ. 554· «σφύριγμα», ἀνέμων Ὀρφ. Ὕμν. 34. 25.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />sifflement, son sifflant.<br />'''Étymologie:''' [[συρίζω]], [[συρίττω]].
}}
}}