Anonymous

συνίστωρ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνίστωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἔχων γνῶσιν, ὡς θεοὶ ξυνίστορες, ὡς οἱ θεοὶ γινώσκουσιν, [[εἶναι]] μάρτυρες, Σοφ. Φιλ. 1293, πρβλ. Ἀντ. 542, Εὐρ. Ἱκέτ. 1174, Θουκ. 2. 74. 2) ὁ ἔχων τὴν συναίσθησιν ἐγκληματικῆς πράξεως, [[μετὰ]] γεν., Ἀνθ. Π. 5. 4 καὶ 5, Πολύβ., κλπ.· ἢ μετ’ αἰτ. (ὅτε συντάσσεται ὡς [[ῥῆμα]]), πολλὰ συνίστορα... κακὰ (ἐξυπακ. τὴν στέγην) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1090, πρβλ. [[φύξιμος]].
|lstext='''συνίστωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἔχων γνῶσιν, ὡς θεοὶ ξυνίστορες, ὡς οἱ θεοὶ γινώσκουσιν, [[εἶναι]] μάρτυρες, Σοφ. Φιλ. 1293, πρβλ. Ἀντ. 542, Εὐρ. Ἱκέτ. 1174, Θουκ. 2. 74. 2) ὁ ἔχων τὴν συναίσθησιν ἐγκληματικῆς πράξεως, [[μετὰ]] γεν., Ἀνθ. Π. 5. 4 καὶ 5, Πολύβ., κλπ.· ἢ μετ’ αἰτ. (ὅτε συντάσσεται ὡς [[ῥῆμα]]), πολλὰ συνίστορα... κακὰ (ἐξυπακ. τὴν στέγην) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1090, πρβλ. [[φύξιμος]].
}}
{{bailly
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />témoin : τινος <i>ou</i> [[τι]] de qch (<i>cf.</i> [[συνειδέναι]]).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἴστωρ]].
}}
}}