Anonymous

ὑφαίνω: Difference between revisions

From LSJ
3,408 bytes added ,  29 September 2017
44
(SL_2)
(44)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ὑφαίνω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[weave]] met., [[create]] “ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ θεμισσαμένους [[ὀργὰς]] ὑφαίνειν λοιπὸν ὄλβον” (P. 4.141) [[ὑφαίνω]] δ Ἀμυθαονίδαισιν ποικίλον [[ἄνδημα]] (i. e. τὸν ὕμνον) fr. 179.
|sltr=[[ὑφαίνω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[weave]] met., [[create]] “ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ θεμισσαμένους [[ὀργὰς]] ὑφαίνειν λοιπὸν ὄλβον” (P. 4.141) [[ὑφαίνω]] δ Ἀμυθαονίδαισιν ποικίλον [[ἄνδημα]] (i. e. τὸν ὕμνον) fr. 179.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὑφαίνω]], ΝΜΑ, και [[φαίνω]] Ν, και επικ. τ. [[ὑφάω]] Α<br />[[συμπλέκω]] νήματα με τον υφαντικό ιστό προκειμένου να κατασκευάσω ύφασμα (α. «τήν πήραν και τήν βάλανε στον αργαλειό να υφάνει», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «καί κεν ἐν Ἄργει ἐοῡσα, πρὸς ἄλλης ἱστὸν ὑφαίνοις», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σχεδιάζω]] [[μυστικά]] [[κάτι]], [[κυρίως]] [[κακό]], με [[επιδεξιότητα]] και [[πανουργία]], [[εξυφαίνω]] (α. «υφαίνουν [[συνωμοσία]]» β. «οἱ δ' [[ἔνδοθι]] μῆτιν ὕφαινον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>υφασμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />[[υφαντός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[απλώς]]) [[χρησιμοποιώ]] τον αργαλειό<br /><b>2.</b> [[παρασκευάζω]], [[δημιουργώ]] [[κάτι]] («τὰ δὲ οικοδομήματα ποικίλα ὕφαινον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για συγγραφέα) [[συγγράφω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[λίθος]] ὑφαινομένης» — [[αμίαντος]] (<b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὑφαίνω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>υφ</i>-<i>αν</i>-<i>jω</i>) έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ubh</i>- της ΙΕ ρίζας <i>webh</i>- «[[υφαίνω]], [[πλέκω]], [[συνάπτω]]» με έρρινο [[πρόσφυμα]] -<i>αν</i>- και [[επίθημα]] -<i>jω</i> και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. <i>ubhn</i><i>ā</i><i>ti</i>, <i>unapti</i>, <i>umbhati</i> «[[προσκολλώ]], [[συνδέω]]», αβεστ. <i>ubda</i><i>ē</i><i>na</i> «ύφασμα», αρχ. άνω γερμ. <i>weban</i> «[[υφαίνω]], [[πλέκω]]» (<b>πρβλ.</b> και τα νεώτερα: γερμ. <i>weben</i> «[[υφαίνω]]», αγγλ. <i>weave</i> «[[υφαίνω]]», <i>web</i> «[[πλέγμα]], [[ιστός]] αράχνης»). ( <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b>) <i>ύφανση</i>, [[υφαντής]] / [[υφάντης]], [[υφαντός]], <i>ύφασμα</i>, <i>υφή</i>, <i>ύφος</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[υφαντάριος]], [[υφαντείον]], <i>ύφαντρον</i>, [[υφαντών]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υφαινίστρα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[ανυφαίνω]], [[ενυφαίνω]], [[εξυφαίνω]], [[παρυφαίνω]], [[συνυφαίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διυφαίνω]], [[εφυφαίνω]], [[καθυφαίνω]], [[περιυφαίνω]], [[προσυφαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγανοϋφαίνω]], <i>αποϋφαίνω</i>, <i>αριοϋφαίνω</i>, <i>κρονστοϋφαίνω</i>, <i>λεπτοϋφαίνω</i>, [[ξεϋφαίνω]], <i>πυκνοϋφαίνω</i>, <i>σφιχτοϋφαίνω</i>, [[χρυσοϋφαίνω]]].
}}
}}