Anonymous

ὑφαίνω: Difference between revisions

From LSJ
1,212 bytes added ,  31 December 2018
6
(44)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑφαίνω]], ΝΜΑ, και [[φαίνω]] Ν, και επικ. τ. [[ὑφάω]] Α<br />[[συμπλέκω]] νήματα με τον υφαντικό ιστό προκειμένου να κατασκευάσω ύφασμα (α. «τήν πήραν και τήν βάλανε στον αργαλειό να υφάνει», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «καί κεν ἐν Ἄργει ἐοῡσα, πρὸς ἄλλης ἱστὸν ὑφαίνοις», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σχεδιάζω]] [[μυστικά]] [[κάτι]], [[κυρίως]] [[κακό]], με [[επιδεξιότητα]] και [[πανουργία]], [[εξυφαίνω]] (α. «υφαίνουν [[συνωμοσία]]» β. «οἱ δ' [[ἔνδοθι]] μῆτιν ὕφαινον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>υφασμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />[[υφαντός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[απλώς]]) [[χρησιμοποιώ]] τον αργαλειό<br /><b>2.</b> [[παρασκευάζω]], [[δημιουργώ]] [[κάτι]] («τὰ δὲ οικοδομήματα ποικίλα ὕφαινον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για συγγραφέα) [[συγγράφω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[λίθος]] ὑφαινομένης» — [[αμίαντος]] (<b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὑφαίνω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>υφ</i>-<i>αν</i>-<i>jω</i>) έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ubh</i>- της ΙΕ ρίζας <i>webh</i>- «[[υφαίνω]], [[πλέκω]], [[συνάπτω]]» με έρρινο [[πρόσφυμα]] -<i>αν</i>- και [[επίθημα]] -<i>jω</i> και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. <i>ubhn</i><i>ā</i><i>ti</i>, <i>unapti</i>, <i>umbhati</i> «[[προσκολλώ]], [[συνδέω]]», αβεστ. <i>ubda</i><i>ē</i><i>na</i> «ύφασμα», αρχ. άνω γερμ. <i>weban</i> «[[υφαίνω]], [[πλέκω]]» (<b>πρβλ.</b> και τα νεώτερα: γερμ. <i>weben</i> «[[υφαίνω]]», αγγλ. <i>weave</i> «[[υφαίνω]]», <i>web</i> «[[πλέγμα]], [[ιστός]] αράχνης»). ( <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b>) <i>ύφανση</i>, [[υφαντής]] / [[υφάντης]], [[υφαντός]], <i>ύφασμα</i>, <i>υφή</i>, <i>ύφος</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[υφαντάριος]], [[υφαντείον]], <i>ύφαντρον</i>, [[υφαντών]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υφαινίστρα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[ανυφαίνω]], [[ενυφαίνω]], [[εξυφαίνω]], [[παρυφαίνω]], [[συνυφαίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διυφαίνω]], [[εφυφαίνω]], [[καθυφαίνω]], [[περιυφαίνω]], [[προσυφαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγανοϋφαίνω]], <i>αποϋφαίνω</i>, <i>αριοϋφαίνω</i>, <i>κρονστοϋφαίνω</i>, <i>λεπτοϋφαίνω</i>, [[ξεϋφαίνω]], <i>πυκνοϋφαίνω</i>, <i>σφιχτοϋφαίνω</i>, [[χρυσοϋφαίνω]]].
|mltxt=[[ὑφαίνω]], ΝΜΑ, και [[φαίνω]] Ν, και επικ. τ. [[ὑφάω]] Α<br />[[συμπλέκω]] νήματα με τον υφαντικό ιστό προκειμένου να κατασκευάσω ύφασμα (α. «τήν πήραν και τήν βάλανε στον αργαλειό να υφάνει», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «καί κεν ἐν Ἄργει ἐοῡσα, πρὸς ἄλλης ἱστὸν ὑφαίνοις», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σχεδιάζω]] [[μυστικά]] [[κάτι]], [[κυρίως]] [[κακό]], με [[επιδεξιότητα]] και [[πανουργία]], [[εξυφαίνω]] (α. «υφαίνουν [[συνωμοσία]]» β. «οἱ δ' [[ἔνδοθι]] μῆτιν ὕφαινον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>υφασμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />[[υφαντός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[απλώς]]) [[χρησιμοποιώ]] τον αργαλειό<br /><b>2.</b> [[παρασκευάζω]], [[δημιουργώ]] [[κάτι]] («τὰ δὲ οικοδομήματα ποικίλα ὕφαινον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για συγγραφέα) [[συγγράφω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[λίθος]] ὑφαινομένης» — [[αμίαντος]] (<b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὑφαίνω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>υφ</i>-<i>αν</i>-<i>jω</i>) έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ubh</i>- της ΙΕ ρίζας <i>webh</i>- «[[υφαίνω]], [[πλέκω]], [[συνάπτω]]» με έρρινο [[πρόσφυμα]] -<i>αν</i>- και [[επίθημα]] -<i>jω</i> και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. <i>ubhn</i><i>ā</i><i>ti</i>, <i>unapti</i>, <i>umbhati</i> «[[προσκολλώ]], [[συνδέω]]», αβεστ. <i>ubda</i><i>ē</i><i>na</i> «ύφασμα», αρχ. άνω γερμ. <i>weban</i> «[[υφαίνω]], [[πλέκω]]» (<b>πρβλ.</b> και τα νεώτερα: γερμ. <i>weben</i> «[[υφαίνω]]», αγγλ. <i>weave</i> «[[υφαίνω]]», <i>web</i> «[[πλέγμα]], [[ιστός]] αράχνης»). ( <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b>) <i>ύφανση</i>, [[υφαντής]] / [[υφάντης]], [[υφαντός]], <i>ύφασμα</i>, <i>υφή</i>, <i>ύφος</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[υφαντάριος]], [[υφαντείον]], <i>ύφαντρον</i>, [[υφαντών]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υφαινίστρα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[ανυφαίνω]], [[ενυφαίνω]], [[εξυφαίνω]], [[παρυφαίνω]], [[συνυφαίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διυφαίνω]], [[εφυφαίνω]], [[καθυφαίνω]], [[περιυφαίνω]], [[προσυφαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγανοϋφαίνω]], <i>αποϋφαίνω</i>, <i>αριοϋφαίνω</i>, <i>κρονστοϋφαίνω</i>, <i>λεπτοϋφαίνω</i>, [[ξεϋφαίνω]], <i>πυκνοϋφαίνω</i>, <i>σφιχτοϋφαίνω</i>, [[χρυσοϋφαίνω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑφαίνω:''' [ῠ], Ιων. παρατ. [[ὑφαίνεσκον]]· μέλ. <i>ὑφᾰνῶ</i>, αόρ. αʹ [[ὕφηνα]], μεταγεν. <i>ὕφᾱνα</i>, παρακ. <i>ὕφαγκα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ὑφάνθην</i>, παρακ. <i>ὕφασμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[υφαίνω]], [[πλέκω]], <i>ἱστὸν ὑφαίνειν</i>, [[πλέκω]], [[υφαίνω]] ιστό, σε Όμηρ.· [[ἱμάτιον]], σε Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., [[πλέκω]], [[χειρίζομαι]], [[εργάζομαι]] στον αργαλειό, σε Ηρόδ. — Μέσ., [[ἱμάτιον]] ὑφαίνεσθαι, [[πλέκω]] ένα πέπλο, [[μανδύα]], [[ρούχο]] για τον εαυτό μου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[μηχανεύομαι]], [[σκαρώνω]], [[σχεδιάζω]], [[επινοώ]], [[εφευρίσκω]], Λατ. texere, <i>δόλον ὑφαίνειν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μῆτιν ὑφαίνει</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">III.</b> γενικά, [[δημιουργώ]], [[κατασκευάζω]], [[οικοδομώ]], σε Πίνδ.
}}
}}