Anonymous

ὕψωμα: Difference between revisions

From LSJ
1,202 bytes added ,  29 September 2017
44
(T22)
(44)
Line 21: Line 21:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ὑψωματος, τό ([[ὑψόω]]), [[thing]] [[elevated]], [[height]]: [[properly]], of [[space]], opposed to [[βάθος]], [[τοῦ]] ἀέρος, [[Philo]] de praem. et poen. § 1; [[ὅταν]] [[ὕψωμα]] λάβῃ μέγιστον ὁ [[ἥλιος]], [[Plutarch]], mor., p. 782d.); [[specifically]], [[elevated]] [[structure]], i. e. [[barrier]], [[rampart]], [[bulwark]]: Sept. (in Numbers 18:24 ff).
|txtha=ὑψωματος, τό ([[ὑψόω]]), [[thing]] [[elevated]], [[height]]: [[properly]], of [[space]], opposed to [[βάθος]], [[τοῦ]] ἀέρος, [[Philo]] de praem. et poen. § 1; [[ὅταν]] [[ὕψωμα]] λάβῃ μέγιστον ὁ [[ἥλιος]], [[Plutarch]], mor., p. 782d.); [[specifically]], [[elevated]] [[structure]], i. e. [[barrier]], [[rampart]], [[bulwark]]: Sept. (in Numbers 18:24 ff).
}}
{{grml
|mltxt=-ώματος, το / [[ὕψωμα]], ΝΜΑ [[ὑψῶ</i>/ -<i>ώνω]]<br />υψωμένο [[μέρος]] του εδάφους, [[ψήλωμα]], [[λόφος]] (α. «ο [[στρατός]] κατέλαβε τα [[γύρω]] από την [[πόλη]] υψώματα» β. «οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι [φθονέει]», ΨΦωκυλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ύψωση, [[ανύψωση]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> ενσφράγιστο [[τεμάχιο]] από τα πρόσφορα που χρησιμοποιήθηκαν υψωμένα στην [[προσκομιδή]], το οποίο δίνεται [[συνήθως]] ως [[αντίδωρο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ύψωμα διαλογής» — [[τμήμα]] τών σιδηροδρομικών [[σταθμών]] σχηματισμού αμαξοστοιχιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> η υψηλή [[στάση]] ενός αστέρα στον ορίζοντα («[[ὅταν]] [[ὕψωμα]] λάβῃ μέγιστον ὁ [[ἥλιος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έπαρση]], [[αλαζονεία]].
}}
}}