Anonymous

ὕψωμα: Difference between revisions

From LSJ
4b
(44)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ώματος, το / [[ὕψωμα]], ΝΜΑ [[ὑψῶ</i>/ -<i>ώνω]]<br />υψωμένο [[μέρος]] του εδάφους, [[ψήλωμα]], [[λόφος]] (α. «ο [[στρατός]] κατέλαβε τα [[γύρω]] από την [[πόλη]] υψώματα» β. «οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι [φθονέει]», ΨΦωκυλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ύψωση, [[ανύψωση]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> ενσφράγιστο [[τεμάχιο]] από τα πρόσφορα που χρησιμοποιήθηκαν υψωμένα στην [[προσκομιδή]], το οποίο δίνεται [[συνήθως]] ως [[αντίδωρο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ύψωμα διαλογής» — [[τμήμα]] τών σιδηροδρομικών [[σταθμών]] σχηματισμού αμαξοστοιχιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> η υψηλή [[στάση]] ενός αστέρα στον ορίζοντα («[[ὅταν]] [[ὕψωμα]] λάβῃ μέγιστον ὁ [[ἥλιος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έπαρση]], [[αλαζονεία]].
|mltxt=-ώματος, το / [[ὕψωμα]], ΝΜΑ [[ὑψῶ</i>/ -<i>ώνω]]<br />υψωμένο [[μέρος]] του εδάφους, [[ψήλωμα]], [[λόφος]] (α. «ο [[στρατός]] κατέλαβε τα [[γύρω]] από την [[πόλη]] υψώματα» β. «οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι [φθονέει]», ΨΦωκυλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ύψωση, [[ανύψωση]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> ενσφράγιστο [[τεμάχιο]] από τα πρόσφορα που χρησιμοποιήθηκαν υψωμένα στην [[προσκομιδή]], το οποίο δίνεται [[συνήθως]] ως [[αντίδωρο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ύψωμα διαλογής» — [[τμήμα]] τών σιδηροδρομικών [[σταθμών]] σχηματισμού αμαξοστοιχιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> η υψηλή [[στάση]] ενός αστέρα στον ορίζοντα («[[ὅταν]] [[ὕψωμα]] λάβῃ μέγιστον ὁ [[ἥλιος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έπαρση]], [[αλαζονεία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὕψωμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> высота, вышина ([[οὔτε]] ὕ., [[οὔτε]] [[βάθος]] NT);<br /><b class="num">2)</b> астр. восхождение (sc. τοῦ ἀστέρος Sext.): ὕ. [[μέγιστον]] Plut. кульминационная точка;<br /><b class="num">3)</b> превозношение (себя), высокомерие NT.
}}
}}